Μενού

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ - Ιφιγένεια Καλαντζή

1818 4

Αλληγορία του εγκλεισμού

Το αλληγορικό θρίλερ «Πέρα από τον τοίχο», του 47χρονου Ιρανού ηθοποιού και σκηνοθέτη Βαχίντ Τζαλιλβάντ (Περίπτωση συνείδησης/2017) συμμετείχε χωρίς άδεια από τις Ιρανικές Αρχές, στο Διαγωνιστικό του 79ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, μαζί με το «No Bears», του αντιφρονούντα διωκόμενου σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί.

Μόνος και απελπισμένος, στα πρόθυρα καθολικής τύφλωσης, ο Αλί (Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ) ενημερώνεται πως μια κυνηγημένη από την αστυνομία γυναίκα έχει τρυπώσει στην πολυκατοικία του και μάλιστα διαπιστώνει πως βρίσκεται στο δικό του διαμέρισμα. Κατατρομαγμένη η νεαρή χήρα Λεϊλά (Νταϊάνα Χαμπίμπι) ορκίζεται πως δεν έχει κάνει τίποτα, απλώς αναζητούσε τον μικρό γιο της, που χάθηκε στις ταραχές των εργατών. Και ενώ η πολυκατοικία περικυκλώνεται από αστυνομικούς, ο Αλί αποφασίζει να τη βοηθήσει.

Μπορεί η ιστορία να διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός διαμερίσματος, ωστόσο το κλειστοφοβικό παρόν εμπλουτίζεται με ανάκατες μεταβάσεις σε παρελθόν και μέλλον, μέσα από εμβόλιμα πλάνα που εισβάλλουν στο παρόν, αλλά και ολόκληρες σκηνές που ενίοτε επαναλαμβάνονται από διαφορετική γωνία λήψης ή και από τη σκοπιά ενός άλλου χαρακτήρα -της Λεϊλά αρχικά και στη συνέχεια του Αλί- συνθέτοντας μια κατακερματισμένη αφήγηση, που θυμίζει την ιρανική «Έρημη χώρα», του Αχμάντ Μπαχραμί. Μέσα από ένα εξαιρετικά επεξεργασμένο μοντάζ, που διαρκώς μπλέκει χρονικές στιγμές, υπογραμμίζεται η αναστάτωση, αυξάνεται η αγωνία και διευρύνεται ο χρόνος, εισάγοντας πληροφορίες που αποκαλύπτουν σταδιακά μια φαντασίωση, στα όρια παράκρουσης. Μεταξύ ονείρου και μνήμης, τα εμβόλιμα πλάνα αναφέρονται στο παρελθόν, ενώ τα δίχως ήχο στατικά ασπρόμαυρα του κυκλώματος εσωτερικής τηλεόρασης, που φανερώνουν το γεγονός πως ο Αλί παρακολουθείται, προέρχονται από το μέλλον, με το παρόν να τοποθετείται αρχικά σε ένα φανταστικό χωροχρόνο.

Η ταινία ανοίγει με την απόπειρα αυτοκτονίας του κουρδικής καταγωγής πρωταγωνιστή, εισάγοντας το κλίμα απόγνωσης που επικρατεί, ενώ προηγουμένως, το πρόσωπό του αποκαλύπτεται μετά από μια αλληλουχία κοντινών πλάνων, στη βρύση που στάζει, στην καύτρα τσιγάρου, στον καπνό που σχηματίζεται. Η κάμερα ακολουθεί τις διστακτικές κινήσεις του, καθώς βαδίζει με προτεταμένα χέρια, ψηλαφίζοντας τα πάντα. Ο στατικός χαρακτήρας του τυφλού Αλί, «συνηθισμένου να χτυπάει σκοντάφτοντας», εκφράζει έναν ολόκληρο λαό, που η ανελευθερία τού έχει γίνει συνήθεια.

Η Λεϊλά, με αμυχές και αίματα στο πρόσωπο, ξεσπάει φοβισμένη σε κλάματα, ενώ παθαίνει κρίσεις επιληψίας, που λειτουργούν ως χωροχρονικές μεταβάσεις, κορυφώνοντας την ένταση. Παράλληλα, ως καταδιωκόμενη βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και παρότι παγιδεύεται στο διαμέρισμα, επιχειρεί να αποδράσει, με βασικό κίνητρο την αναζήτηση του παιδιού της.

Η αίσθηση της μη ορατότητας, καθώς ο Αλί αντιλαμβάνεται πλέον μόνο σκιές μπροστά από φως, μεταφέρεται κινηματογραφικά μέσα από ανετάριστη αισθητική, θολώνοντας τα πάντα, σε μια δημιουργική ασάφεια, που εντείνει υποψίες και αμφιβολίες, ειδικά όταν ο πρωταγωνιστής δεν μπορεί να αναγνωρίσει ποιο χέρι του δίνει ένα ποτήρι νερό. Συχνά απεικονίζεται να αφουγκράζεται ανήσυχος, όπως στη σκηνή που σηκώνεται βράδυ για να ψάξει το σκοτεινό διαμέρισμα, αναβοσβήνοντας το φως, μήπως και διακρίνει οτιδήποτε, τακτική που συναντάμε στα θρίλερ, ενώ προς το τέλος, η σκιά της Λεϊλά που μικραίνει στον τοίχο, καθώς απομακρύνεται τρέχοντας, παραπέμπει στον γερμανικό εξπρεσιονισμό, που εδώ χρησιμοποιείται για να αιχμαλωτίσει το κλίμα βίας και καταπίεσης στο σύγχρονο Ιράν.

Ο τρόπος κινηματογράφησης της απόπειρας αυτοκτονίας, όπου μέσα από κοφτά πλάνα, ο Αλί τυλίγει σφιχτά στο πρόσωπο βρεγμένη μπλούζα, δένοντας από πάνω και νάιλον σακούλα, παρομοιάζεται -ίσως όχι τυχαία- με πρακτικές βασανιστηρίων, σε μια χώρα, όπου μετά την «Πράσινη Επανάσταση», τις μετεκλογικές ταραχές του 2009, είχαν υπάρξει ντοκιμαντέρ, με μαρτυρίες για βασανιστήρια συλληφθέντων. Παράλληλα, διάσπαρτα στοιχεία, όπως τα ανοιγμένα γράμματα, στιγματίζουν το ευρύτερο κλίμα λογοκρισίας. Οι άγριες φωνές του γείτονα του Αλί θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν την απόγνωση των κρατουμένων, οι έντονοι χτύποι να σχετίζονται με φυλακές ή ταραχές, ενώ με τη βίαιη καταστολή καταγγέλλεται η αστυνομική βαρβαρότητα. Η σκηνογραφική λιτότητα, με τους άδειους και βρώμικους τοίχους του διαμερίσματος, ενισχύει τη φαντασιακή συνθήκη που αποκαλύπτεται στο τέλος. Ακόμα και η άρνηση της Λεϊλά να φύγει, θα μπορούσε να συμβολίζει την ηθική δυσκολία της διαφυγής των Ιρανών από τη χώρα, γνωρίζοντας πως υπάρχουν δικοί τους που παραμένουν φυλακισμένοι.

Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της ταινίας, με τη δράση περιορισμένη σ’ ένα διαμέρισμα, λειτουργεί ως αλληγορία του υποσυνείδητου, αντίστοιχα με ταινίες όπως «Αγάπη» (2012/Χάνεκε) και «Inside» (2023/Κατσούπη), ενώ η πολιορκία του διαμερίσματος ανακαλεί και τη γαλλική ταινία «Ξημερώνει» (1939/Μαρσέλ Καρνέ).

Ανεργία, αστυνομοκρατία και ανελευθερία, σε ένα Ιράν που βράζει, συνοψίζονται στη συγκρουσιακή απεικόνιση και τη βίαιη καταστολή, στα πλάνα διαμαρτυρίας των απλήρωτων εργαζομένων έξω από το εργοστάσιο, αποκλειστικά μέσα από φλασμπάκ, όπου αστυνομικοί με πολιτικά κάνουν σωρηδόν συλλήψεις, που συνεχίζονται από ένστολους και τάγματα ειδικών δυνάμεων.

Η προσεγμένη σκηνοθετική προσέγγιση, μέσα από το ηχητικό πεδίο, δημιουργεί τρομακτικές κορυφώσεις έντασης. Βήματα και δυνατοί χτύποι στην πόρτα και αργότερα βόμβος κινητού λειτουργούν ως μεταβάσεις για τα φλασμπακ και τα εμβόλιμα πλάνα, ενώ αντίστοιχα με χιτσκοκικές τακτικές, σηματοδοτούν χρονικές μετατοπίσεις. Η άγρια καταστολή στα πλάνα ταραχών εκφράζεται με αυξανόμενους ήχους, που πολλαπλασιάζονται στις παράλληλες μεταβάσεις. Αντίστοιχα, ο ήχος ολοένα αυξάνεται και στη στιγμή του σοκαριστικού ατυχήματος. Όταν η Λεϊλά παθαίνει κρίση επιληψίας στο διαμέρισμα, ενεργοποιείται φλασμπάκ της επιληψίας στην κλούβα. Το σπαρακτικό παρατεταμένο ουρλιαχτό της Λεϊλά στο τέλος, καθώς τρέχει στα χωράφια, κινηματογραφημένη από ψηλά, λειτουργεί ως θρήνος για ό,τι συμβαίνει στη χώρα.

Σε μια ταινία όπου το ηχητικό πεδίο έχει υπέρτατο ρόλο, το θλιμμένο μουσικό κομμάτι «Lynn’s Theme» -με έντονες επιρροές από Μαξ Ρίχτερ- του 37χρονου Ισλανδού Όλαφουρ Άρναλντς, που το είχε συνθέσει για το σάουντρακ της ταινίας «Another happy day» (2011/Σαμ Λέβινσον), εδώ συνδέεται με τον τυφλό πρωταγωνιστή σε τρεις στιγμές: στην αρχή, στο τέλος και στην κρίσιμη σκηνή, όπου αποκαλύπτεται ο ρόλος του στην ιστορία. Στην αρχή, πριν την απόπειρα, ο Αλί απεικονίζεται να ακούει με ακουστικά την πιανιστική εισαγωγή από MP3, αλλά την διακόπτει, μόλις ξεκινήσει η κύρια μελωδία με βιόλα. Την ίδια μουσική ακούει πάλι με ακουστικά, στις ταραχές έξω από το εργοστάσιο, με το θλιμμένο μοτίβο να γεμίζει το ηχητικό πεδίο. Στην κορύφωση των επεισοδίων, η μελωδία εξελίσσεται συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων, καλύπτοντας τη στιγμή που ο Αλί βλέπει για πρώτη φορά τη Λεϊλά. Προς το τέλος, η μουσική αυτή συνοδεύει τα διαδοχικά πλάνα της καθημερινότητάς του, καταλήγοντας στην εικόνα-σύμβολο εγκλεισμού, με το χέρι που βαστά τσιγάρο έξω από τα κάγκελα, καθώς η κάμερα απομακρύνεται, οπότε στη μουσική αναμειγνύεται και αμανές, με τη φωνή του διάσημου Ιρανού τραγουδιστή και δεξιοτέχνη της περσικής παραδοσιακής μουσικής Μοχάμαντ-Ρεζά Σατζαριάν (1940-2020), βρισκόμενου σε δυσμένεια, με απαγόρευση κυκλοφορίας της μουσικής του, ως επικριτή της ιρανικής κυβέρνησης και υποστηρικτή του «πράσινου κινήματος», το 2009.

Το σχήμα της σύντομης προσέγγισης, μέσα από διαδοχικά κοντινά πλάνα στην εισαγωγή, συμπληρώνεται στο κλείσιμο της ταινίας με το αντίστροφο σχήμα σταδιακής απομάκρυνσης. Μετά τον εξαιρετικό σχηματικό εννοιολογικό συμβολισμό του εγκλεισμού, με το χέρι που βαστάει τσιγάρο έξω από τα κάγκελα ενός μικρού τετράγωνου παραθύρου, η κάμερα σταδιακά απομακρύνεται, περιλαμβάνοντας στο κάδρο πολλαπλά αντίστοιχα παράθυρα, φανερώνοντας πως πρόκειται για μια μεγάλη φυλακή, που απεικονίζεται ολόκληρη, καθώς εντάσσεται στο αστικό πλαίσιο, ενώ στο βάθος, ορθώνεται η μεγαλούπολη.

Ιφιγένεια Καλαντζή 
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα edromos.gr

Smart Search Module