Καταπιεσμένος ψυχολογικά από το πλήθος των απαιτήσεων του αφεντικού του, ο Ρένφιλντ αρχίζει να κάνει όνειρα για μια ζωή μακριά από την επήρεια του… κόμη Δράκουλα, αλλά τα μπλεξίματά του με μία αστυνομικό και την πιο επικίνδυνη εγκληματική οργάνωση της πόλης θα οδηγήσουν σε χειρότερα… λουτρά αίματος!
Σε μια σκηνή (τρελής δράσης) του «Ρένφιλντ», ξεριζώνονται (literally) και τα δύο χέρια ενός μπάτσου, με το ένα από αυτά να χρησιμοποιείται σαν… φονικό όπλο για να «παλουκώσει» συνάδελφό του. Ίναι ακριβώς αυτό που στην αλλοδαπή αποκαλούν «gorefest» και οι λάτρεις του συγκεκριμένου είδους εδώ πρόκειται να… βαρέσουν παλαμάκια! Δικαίως. Ο Κρις ΜακΚέι, με πρότερη πείρα στο μοντάζ (που φαίνεται στον ρυθμό), στήνει ένα κατάμαυρο και κάργα αιματοβαμμένο πανηγύρι τρόμου με χιουμοριστικούς τόνους, το οποίο λειτουργεί ευρηματικά, ακόμη κι αν ανά στιγμές θα αισθανθείς την απουσία μιας κάποιας φινέτσας (διότι παρακολουθείς χολιγουντιανή παραγωγή και ουχί μπιμουβιά). Και κρατάει κι έναν σοβαρό άσσο στο μανίκι…
Το 1988, ο Νίκολας Κέιτζ είχε δώσει récital υποκριτικής παράνοιας στο «Έρωτας με την Πρώτη Δαγκωματιά», υποδυόμενος έναν τυπικό yuppie εκείνης της περιόδου που υποψιαζόταν ότι μετατρέπεται σε βαμπίρ και προσπαθούσε να «εγκλιματιστεί» στην όλη ιδέα, άσχετα από το εάν αυτή ήταν η πραγματικότητα ή όχι. Σήμερα, ο Κέιτζ έχει την τύχη (και την απόλυτη ευχαρίστηση, όπως φαίνεται στη μεγάλη οθόνη) να υποδυθεί κανονικά τον κόμη Δράκουλα και να το ζήσει, με το επιπλέον βάρος της cult-ίλας που κουβαλά στους ώμους του, πια. Αρχικά, χάρη στις δυνατότητες της σημερινής τεχνολογίας, ο Κέιτζ κάνει κυριολεκτικό «ντου» στο αρχειακό υλικό του «Δράκουλα» (1931) του Τοντ Μπράουνινγκ, με ψηφιακή ένθεση της κεφαλής του στη θέση του Μπέλα Λουγκόζι (ρίγη συγκίνησης)! Παίζει κι ένα δυνατό foul εδώ, ατυχώς, καθώς ο Ρένφιλντ του Νίκολας Χολτ εμφανίζεται δίπλα στον Δράκουλα, ουσιαστικά αντικαθιστώντας τον επώνυμο ρόλο / χαρακτήρα του Τζον Χάρκερ και μπερδεύοντας εντελώς τα μπούτια της πλοκής του παρελθόντος με τα δρώμενα του σήμερα! Αλλά στην πορεία του έργου το αίμα… ρουφιέται με το καλαμάκι και οι «αμαρτίες» ξεχνιούνται.
Σεναριακά, το πράγμα κάπως την παλεύει για να διατηρήσει μια στοιχειώδη συνοχή, με τον Δράκουλα να έχει γίνει «μπουρλότο» από προηγούμενη επίθεση επίδοξου εξολοθρευτή του, που του κάνει τη μούρη… «κάρβουνο» και για να επανέλθει στο κανονικό του χρειάζεται κάμποσο και πρωτίστως αγνό αίμα. Από την άλλη, ο όχι και τόσο άξιος στα καθήκοντά του Ρένφιλντ του κάνει «πάσα» ό,τι να ‘ναι σε πτώματα και θύματα από τον χώρο του υποκόσμου, τα οποία δεν καλύπτουν τις… διατροφικές ανάγκες του κόμη (αξίζει να συγκρατηθεί η ατάκα για καλόγριες ή ένα πουλμανάκι γεμάτο cheerleaders!). Προσθέτουμε, το group therapy που έχει ανάγκη ο Ρένφιλντ για να γίνει… άλλος άνθρωπος, μία υποπλοκή criminal δραστηριότητας με μαφιόζικη συμμορία και κλεμμένη ποσότητα ναρκωτικών, μαζί με μία αδιάφθορη αστυνομικό (δυνατό casting και η Ακουαφίνα), ανακατεύουμε με γερές δόσεις αρτηριών που πετάνε πίδακες από αίμα και… το σερβίρισμα μοιάζει με το «Κανένας» (2021), σαν να έπαθε Έντγκαρ Ράιτ (του «Shaun of the Dead», όχι κάτι πιο εξελιγμένου από τη φιλμογραφία του)!
Η διάρκειά του είναι ιδανική, πολλά από τα αστεία είναι ξεκαρδιστικά (το χαλάκι στην είσοδο της γκαρσονιέρας του Ρένφιλντ θα το θυμάμαι για πάντα!), το κέφι δεν έχει σταματημό και εάν ο θεατής που θα μπει στην αίθουσα είναι κατάλληλα προετοιμασμένος (και σχετικός), θα βγει με πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης. Στην τελική, είναι τόσο χάρμα… αυτοπαρωδικός ο Κέιτζ, που σχεδόν μονάχα για την παρουσία του, το «Ρένφιλντ» τ’ αξίζει τα λεφτά του.