Μενού

ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΑΦΡΙΝ, Ο - Ιφιγένεια Καλαντζή

1818 4

Η δύναμη της εικόνας μέσα από την ποίηση

το ντοκιμαντέρ «Ο γάμος στο Αφρίν», του δημοσιογράφου-σκηνοθέτη Θωμά Σίδερη (Τα ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ/2022), οι συγκλονιστικές εικόνες της εμπόλεμης κατάστασης στο Αφρίν, μετά την τουρκική εισβολή το 2018 στις κουρδικές περιοχές, κινηματογραφήθηκαν εκτός από τον σκηνοθέτη και από τρεις Κούρδους οπερατέρ, ανάμεσά τους ο εκλεκτός Κούρδος ποιητής και συγγραφέας Μερβάν Μπερεκάτ, ο οποίος υπογράφει και το σενάριο, με δικούς του στίχους και σχόλια εκτός κάδρου.

Με σεβασμό και σεμνότητα, ο Σίδερης αφήνει τους ίδιους τους Κούρδους να κινηματογραφήσουν τα δεινά τους, με τον δικό τους τρόπο. Ο Μπερεκάτ είχε κινηματογραφήσει εγγόνια, φίλους και σύντομες σκηνές από την καθημερινή ζωή στα περίχωρα του Αφρίν, πριν προστεθεί στη μακρά λίστα βασάνων της πολύπαθης αυτής περιοχής -εμφύλιος, Ισλαμικό κράτος, τουρκική κατοχή- και ο τρομακτικός σεισμός των 7,7 ρίχτερ, στις 6/2/2023, που ισοπέδωσε πόλεις και χωριά στη νοτιοανατολική Τουρκία και στις κουρδικές περιοχές της βόρειας Συρίας, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς.

Μακριά από μια ξερή ρεπορταζιακή καταγραφή ενός δημοσιογραφικού οδοιπορικού σε εμπόλεμη ζώνη, ο Σίδερης δεν μένει μόνο σε εικόνες βίας του πολέμου, αλλά αναδεικνύει τη σημασία του συστηματικού διωγμού του άμαχου πληθυσμού με εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών, τον βίαιο εκτοπισμό των κατοίκων και υφαρπαγή της γης. Είναι ενδεικτική η μαρτυρία του Μπερεκάτ για τις εξοχικές περιοχές που μετά τις πολεμικές επιχειρήσεις κάηκαν, ενώ οι όχθες των λιμνών, όπου ψαρεύαν καταστράφηκαν. Οι εικόνες των νεκρών και της εγκληματικής επέμβασης στον οικιστικό χώρο που ισοπεδώνεται συνδυάζονται με εικόνες μιας ζωής που συνεχίζεται, με την προσπάθεια επανάκτησης της περιοχής, ως ελπιδοφόρα αντίσταση.

Ο Σίδερης εντάσσει τη βία του πολέμου στο ευρύτερο πλαίσιο ενός κατεστραμμένου λαού, μέσα από τον ποιητικό λόγο στα κουρδικά του Μπερεκάτ, καθώς και μέσα από ένα επεξεργασμένο μοντάζ και μια δημιουργική σκηνοθετική δομή, εμποτισμένα με το καλλιτεχνικό μεράκι του σκηνοθέτη, αποφεύγοντας έτσι τις εθιστικές εικόνες βίας, που οδηγούν σε απάθεια και σε έναν ελεγχόμενο συναισθηματικό εκβιασμό, που συχνά χρησιμοποιείται προπαγανδιστικά, αν κρίνουμε από γνωστές τηλεοπτικές πολεμικές ανταποκρίσεις, όπως πρόσφατα της Ουκρανίας.

Το δράμα του κουρδικού λαού μεταφέρεται από μαρτυρίες, ποιήματα, εικόνες και συμβολικές ανάπαυλες, σε πρώτο επίπεδο όμως, επικρατούν οι εικόνες καταστροφής. Σπίτια γκρεμισμένα και μπάζα παντού, ενώ σε χαοτικά βίντεο σε στιγμές βομβαρδισμών, με γυναίκες που ουρλιάζουν, η φωνή του Μπερεκάτ δίνει τον πένθιμο τόνο «…πόσους πόνους να μετρήσω, για να διηγηθώ». Συγκλονιστικές μαρτυρίες αναφέρονται στην απόγνωση όσων είδαν τους δικούς τους να πεθαίνουν στην αγκαλιά τους. Παράλληλα, καταγράφονται τα προσφυγικά καραβάνια, με τους εκτοπισμένους Κούρδους, πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα, σε πλάνα όπου επικρατεί το κλάμα των μωρών και το απεγνωσμένο βλέμμα των μανάδων. Στις εικόνες που τράβηξε ο ποιητής στην κωμόπολη Τζιντιρές, μετά το σεισμό, συγκλονίζουν οι οδυρμοί στο νεκροταφείο, όπου θάβουν μικρά παιδιά, με το πένθιμο πλάνο νεκρού κουταβιού ανάμεσα στα χαλάσματα. Να σημειωθεί, ότι στις κουρδικές οικογένειες δεν παραδόθηκε ποτέ βοήθεια, καθώς το 90% των χρημάτων που συγκεντρώθηκαν κλάπηκε από ένοπλες συμμορίες.

Ωστόσο, απεικονίζονται και όψεις μιας ζωής που παρά τις συμφορές, προσπαθεί να συνεχίσει σε μια αμφίβολη καθημερινότητα. Δίπλα στα πλάνα από υπαίθρια παζάρια, βλέπουμε την προπόνηση μιας ποδοσφαιρικής ομάδας αναπήρων πολέμου. Μια οικογένεια επιχειρεί ανάμεσα στα συντρίμμια να αναγνωρίσει ψήγματα αυτού που κάποτε ήταν η γειτονιά τους, αλλά «προϋπόθεση για την επιστροφή των κατοίκων είναι η παροχή ηλεκτρικού και νερού». Σαν έρημα κουφάρια δεσπόζουν οι μισογκρεμισμένες πολυκατοικίες, με τους μαθητές να ξεχύνονται στο κατεστραμμένο σχολείο, κάνοντας μάθημα όρθιοι. Σημαντικά είναι και τα πλάνα με τις Κούρδισσες μαχήτριες, σύμβολο της κουρδικής αντίστασης. Στην κηδεία τεσσάρων αγωνιστριών, με τα φέρετρα σηκωμένα στα χέρια, ανάμεσα σε πλήθος οργισμένου κόσμου, υψώνονται κουρδικά λάβαρα και φωτογραφίες του φυλακισμένου ηγέτη τους Αμπντουλάχ Οτζαλάν.

Σε δεύτερο επίπεδο, οι εκτός κάδρου διάσπαρτοι ποιητικοί στίχοι του Μπερεκάτ φέρουν το τραύμα του πολέμου, δίνοντας στο όλο εγχείρημα ποιητική πνοή, σε μια ταινία που κλείνει με το συγκινητικό ποίημα που αφιερώνει στον σκηνοθέτη. Παράλληλα με το άκουσμα γυναικείας φωνής που τραγουδάει κάποιο μοιρολόι, ακούγεται ο στίχος «η ζωή είναι ο χάρτης του πόνου, που τρέχει από το στόμα του θανάτου». Ο ποιητής καταγγέλλει «…οι Μονάδες Λαϊκής Άμυνας πολεμούσαν επί 58 μέρες για να σώσουν το Αφρίν, αλλά οι οργανισμοί σιωπούσαν και η πολιτισμένη ανθρωπότητα είχε πέσει σε βαθύ ύπνο». Γέννημα-θρέμμα του Αφρίν και ο Μπερεκάτ, κατά τη διάρκεια του πολέμου επισκεπτόταν τις πληγείσες περιοχές τη μέρα και έγραφε τις νύχτες. Μάλιστα, πούλησε τα μισά βιβλία του για να ενισχύσει οικονομικά εκτοπισμένες οικογένειες Κούρδων. Ο ίδιος αναφέρει «είμαι ένας από τους πρόσφυγες. Ό,τι και να πούμε είναι μια σταγόνα στη θάλασσα των δεινών του κουρδικού λαού και δεν αποτυπώνεται με λέξεις».

Πλάι στο αυτούσιο υλικό της καταγραφής των Κούρδων, ο Σίδερης επεμβαίνει στην αφηγηματική ροή, χρησιμοποιώντας δυο οπτικά μοτίβα που διαρκώς επανέρχονται, το βίντεο μιας γαμήλιας τελετής και μερικές συμβολικές-ποιητικές εικόνες, που επανανοηματοδοτούν τις εικόνες πολέμου, μέσα από τη συγκεκριμένη τους παράθεση. Έτσι, πλάνα με αδειανά πουκάμισα, λευκά νυφικά και φανελάκια κρεμασμένα σε κλαδιά, μερικά με καρφιτσωμένα κόκκινα ρόδα και ροδοπέταλα σαν κηλίδες αίμα, διακόπτουν σε ανακουφιστική ανάπαυλα το ζοφερό κλίμα, χαμηλώνοντας τη συναισθηματική ένταση, ιδίως μετά από εικόνες νεκρών παιδιών, ενώ μπολιάζουν το ντοκιμαντέρ με δημιουργική καλλιτεχνική ματιά σουρεαλιστικής υφής, εικονογραφώντας τον ποιητικό οίστρο του Μπερεκάτ, σε συσχετισμό με τη λειτουργία της ποιητικής χειρονομίας, που γεννιέται μέσα στα δεινά του πολέμου.

Παρόμοια λειτουργεί και η επανάληψη εικόνων από το βίντεο της γαμήλιας γιορτής, στο Αφρίν στις 6/9/1995, σε συγκριτική αντιπαράθεση, ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, 28 χρόνια μετά. Εικόνες από μια άλλη ζωή, με την λαμπερή νύφη, τα χαρούμενα πλήθη και τον παραδοσιακό χορό, εισέρχονται στις εικόνες οδυρμών της αφηγηματικής ροής του παρόντος, για να υπενθυμίσουν ένα ξένοιαστο παρελθόν, προκαλώντας με την απορία του σκηνοθέτη «για το τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι» να καταλήγει πως ίσως να μην υπήρξαν ποτέ, όπως ο κήπος του Μπερεκάτ ή ακόμα και η πατρίδα του.

Αντίστοιχα, όσο τα «Λευκά Κράνη» διασώζουν από τα ερείπια παιδάκια, εισέρχονται οι συμβολικές εικόνες με ένα αδειανό πουκάμισο ή τα πλάνα από το γλέντι του γάμου, σε διαρκή αντιπαράθεση παρελθόντος-παρόντος, μπρος σε έναν παρατεταμένο εμφύλιο. Και ακριβώς αυτός ο στοχασμός της σκέψης, που γεννάει μια συγκριτική προσέγγιση, μέσα από τη δύναμη της εικόνας που περιστοιχίζεται από την ποίηση, είναι αυτό που παρακάμπτει την προπαγάνδα.

Αξιοσημείωτη είναι η θλιμμένη μουσική που επιλέχτηκε να εκφράσει το πένθος του κουρδικού λαού, συνοδεύοντας μαρτυρίες για νεκρά παιδιά ή εικόνες με καραβάνια προσφύγων. Αυτές οι εξαιρετικά θλιμμένες παραδοσιακές μελωδίες, παιγμένες από κλαρινέτο ή ντουντούκ, που εκφράζει το νόστο της αρμένικης διασποράς, λειτουργούν περισσότερο σαν μοιρολόι με διπλή σημασία, καθώς ερμηνεύονται από τον εξαιρετικό Κούρδο νεαρό κλαρινετίστα Ρεχάτ Αζίζ, που απαθανατίζεται και σε μια σκηνή του ντοκιμαντέρ, αυτόχειρα στα 18 του χρόνια, τον Δεκέμβρη του 2018.

Ιφιγένεια Καλαντζή 
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα edromos.gr

Smart Search Module