Μενού

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ - Ηλίας Φραγκούλης

1818 2

Βράδυ παραμονής Πρωτοχρονιάς στη Βαλτιμόρη, ελεύθερος σκοπευτής προκαλεί μακελλειό με δεκάδες νεκρούς. Οι Αρχές βρίσκονται σε δύσκολη θέση, καθώς δεν υπάρχει καν συνδετικό μοτίβο ή κίνητρο πίσω από τη δράση του ασύλληπτου δολοφόνου. Ο αρχηγός του FBI θα ξεχωρίσει τις οξυδερκείς παρατηρήσεις μιας νεαρής αστυνομικού με προβληματικό βιογραφικό και θα ρισκάρει να της αναθέσει μεγάλο μέρος των ερευνών της υπόθεσης.

Με τις «Ιστορίες για Αγρίους» (2014), δύο πράγματα είχαμε μάθει για τον Αργεντίνο Νταμιάν Σιφρόν: α) ότι είναι ένας πραγματικά ταλαντούχος σκηνοθέτης και β) ότι έχει συνείδηση κοινωνική και πολιτική, τοποθετημένος στο σήμερα μ’ έναν τρόπο που δε συναντάμε συχνά στο (παγκόσμιο) σινεμά, πια. Μετά από μία παράξενα μεγάλης διάρκειας απουσία, τον βρίσκουμε ξανά πίσω από τις κάμερες, αναπάντεχα στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, όπου κάνει το αγγλόφωνο ντεμπούτο του. Και ξαφνιάζει πραγματικά!

Κάπου ανάμεσα στον «Άγνωστο» του Τόμας Μ. Ράιτ και τη «Νύχτα της 12ης» του Ντομινίκ Μολ, αμφότερα περσινής εσοδείας, το «Στα Ίχνη του Δολοφόνου» προσεγγίζει το αστυνομικό θρίλερ από μια σκοπιά αρκετά πρωτότυπη, που ξεφεύγει της τυποποίησης του genre και της ερευνητικής αφήγησης που δεν αφήνει περιθώρια για μια σοβαρότερη «ενδοσκόπηση» της ιστορίας. Ναι, υφίσταται το μυστήριο του αγνώστου και δίχως σαφή κίνητρα δολοφόνου, ο οποίος μπορεί να ξαναχτυπήσει ανά πάσα στιγμή, όμως, παράλληλα με το σασπένς της εξέλιξης της πλοκής, αναλύονται και στοιχεία ρεαλιστικά, που προσφέρουν «τροφή» για σκέψεις σ’ ένα πιο απαιτητικό κοινό από εκείνο που απλά αναμένει την αποκάλυψη και σύλληψη του υπεύθυνου για το αρχικό (και όχι μόνο) μακελλειό.

Επιπλέον, το σενάριο των Σιφρόν και Τζόναθαν Γουέικχαμ επιλέγει ως βασικά πρόσωπα του φιλμ αντι-ήρωες, ανθρώπους που δεν ευνοούνται από το σύστημα για λόγους «διαφορετικότητας». Η νεαρή αστυνομικός της Σεϊλίν Γούντλεϊ έχει «βεβαρημένο» βιογραφικό (από χρήση ναρκωτικών έως και απόπειρα αυτοκτονίας) για να πιάσει τη θέση που ονειρεύεται στο FBI, ενώ το αφεντικό της που υποδύεται ο Μπεν Μέντελσον βρίσκεται στα όρια του να συνθλιβεί από πολιτικά συμφέροντα και τοπικούς οικονομικούς παράγοντες (διόλου τυχαία η ευρηματικότατη λεκτική αναφορά στο σχετικά παρόμοιο καταστασιακό το οποίο βίωνε ο Ρόι Σάιντερ στα «Σαγόνια του Καρχαρία»!), κρατώντας στη «σκιά» και τον σεξουαλικό προσανατολισμό του.

Αν και κάποια πράγματα φαντάζουν στερεότυπα (στο χαρτί), ο Σιφρόν δείχνει συνέπεια στην έγνοια του να ασκήσει κοινωνική κριτική, προφανώς δίχως το χιούμορ που χαρακτήριζε την προηγούμενη ταινία του. Άλλωστε, έχει αλλάξει και έδαφος, βρίσκεται πια στη χώρα του «αμερικάνικου ονείρου». Και μιας σχεδόν αδιόρατης κρατικής καταπίεσης και ανέχειας που αντιμετωπίζουν οι απλοί πολίτες, με αποτέλεσμα «τιμωρητικές» παρεκτροπές οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε μαζικές δολοφονικές επιθέσεις. Το σενάριο δεν καταδικάζει τον δολοφόνο με μια προβλέψιμη ευκολία, αλλά εντοπίζει «άλλοθι» ψυχισμού τραυματισμένου ανθρώπου ή (όπως ήταν και ο αρχικός τίτλος του φιλμ) ενός μισανθρώπου που ενεργεί σαν να μην έχει τίποτα να χάσει… διότι δεν του έχει μείνει και τίποτα που δεν έχει απωλέσει από τον καθημερινό του βίο, από δικαιώματα μέχρι και αξία ύπαρξης.

Ο κυνισμός του σεναριακού υπόβαθρου εδώ είναι σπουδαίος και στρέφει τα βέλη του προς όλες τις κατευθύνσεις, από τις πολιτειακές προτεραιότητες που δεν προσφέρουν καμία ασφάλεια στους πολίτες, μέχρι τη χειραγώγηση των μαζών από τα media, τους κινδύνους του μιμητισμού κάθε εγκληματικής δραστηριότητας, των ακροδεξιών στοιχείων σε συνδυασμό με την οπλοκατοχή, έως και τον «βιασμό» του στοιχείου της Φύσης ή τον κτηνώδη… διατροφικό καταναλωτισμό! Προσοχή, όμως. Όλα αυτά τα ζουμερά σε ύλη και σοβαρότητα θέματα δεν μετατρέπουν το «Στα Ίχνη του Δολοφόνου» σε «ντουντούκα» μηνυμάτων που έχουν σαν κύριο στόχο το συνειδησιακό ξύπνημα του θεατή, αλλά ούτε και υπερισχύει οτιδήποτε το διδακτικό. Η ψυχαγωγία συνυπάρχει, η σκηνοθεσία είναι πραγματικά μαστορική (υπάρχει στιγμή στα πρώτα λεπτά του φιλμ όπου δεν πρόκειται να μείνει άνθρωπος που δεν θα τιναχτεί από το κάθισμά του!) και χαίρεσαι να παρακολουθείς ένα έργο που υπηρετεί με ακέραιο τρόπο το είδος στο οποίο ανήκει, μα έχει και κάτι να σου πει. Απλά και βασικά πράγματα, που οι κινηματογραφικές παραγωγές των τελευταίων ετών τείνουν να ξεχνούν πως πρέπει να (μας) προσφέρουν…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Πλοκή που ρουφάς με πραγματικό και αδιάκοπο ενδιαφέρον, μυστήριο που κρύβει μέσα του και ουσία, ένα ολόσωστο παράδειγμα δραματικού αστυνομικού θρίλερ για ενήλικες θεατές και όχι ανέμελους «τουρίστες» της (μεγάλης) οθόνης. Θα σας αιφνιδιάσει ευχάριστα και θα σας ανοίξει την όρεξη για ώριμες κουβέντες κι αναλύσεις κατόπιν. Επίσης, δεν το λες και… «ελιτίστικο» σινεμά! Είναι mainstream και διόλου βαρετό σε ρυθμό. Εάν έφερε (και) καμία πιο ονομαστή υπογραφή σκηνοθέτη, θα έπεφτε μέχρι και προσκύνημα από την κριτική, που εδώ μάλλον θα το σνομπάρει, διότι διάβασε μέτρια πράγματα εξ αλλοδαπής (mon dieu!).

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module