Μενού

UTAMA, ΤΟ ΣΠIΤΙ ΜΑΣ - Νίκος Παλάτος

1816 5

Ζεύγος ηλικιωμένων, το οποίο ζει στα απομονωμένα υψίπεδα της Βολιβίας, βρίσκεται αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο εγκατάλειψης του τόπου του, εξαιτίας της παρατεταμένης περιόδου ανομβρίας.

Δεν λείπουν τα θετικά στοιχεία από το ντεμπούτο του Βολιβιανού σκηνοθέτη Αλεχάντρο Λοάισα Γκρίσι. Το κορυφαίο όλων είναι η καταπληκτική, widescreen φωτογραφία των ξερών τοπίων των βολιβιανών υψιπέδων, η γοητεία των οποίων παρασύρει το βλέμμα σε μέρη που σπάνια έχει την ευκαιρία κάποιος να δει στο σινεμά. Η βασική πλοκή, δε, του ξεροκέφαλου αγρότη ο οποίος απορρίπτει την προοπτική εγκατάλειψης της γενέτειράς του, κρύβει μια αθώα, νοσταλγική ματιά, που πάει κόντρα στη λογική της «ανάπτυξης». Η… έκθεση φωτογραφίας, όμως, απέχει από το να χαρακτηριστεί ολοκληρωμένη κινηματογραφική ταινία, με το σενάριο να οφείλει (ενίοτε) να πηγαίνει και λίγο παραπέρα από τα άκρως βασικά, πόσω μάλλον όταν παρόμοιες ιστορίες έχουμε παρακολουθήσει δεκάδες φορές στο παρελθόν.

Ο Βιρτζίνιο και η Σίσα ζουν στον τόπο των προγόνων τους από τη μέρα που γεννήθηκαν, επαναλαμβάνοντας καθημερινά την ίδια ρουτίνα. Ο πρώτος πηγαίνει το κοπάδι με τα λάμα για να βοσκήσουν, η δεύτερη καλλιεργεί τον υποτυπώδη τους λαχανόκηπο, όντας επιφορτισμένη με το κουβάλημα νερού από το μοναδικό πηγάδι του χωριού. Καθώς, όμως, έχει να βρέξει για περισσότερο από δώδεκα μήνες, αμφότερες οι εργασίες τείνουν να γίνουν αδύνατες. Η άφιξη του εγγονού από την πόλη, ο οποίος γρήγορα αντιλαμβάνεται το ανέφικτο της παραμονής των παππούδων εκεί, δημιουργεί συνθήκες σύγκρουσης. Το χάσμα των γενεών μοιάζει εξαρχής απίθανο να γεφυρωθεί, εκτός εάν οι θυσίες (#diplhs) πιάσουν τόπο και η πολυπόθητη βροχή έρθει επιτέλους.

Η αρρώστια που βασανίζει από την αρχή του φιλμ τον πεισματάρη Βιρτζίνιο (τη σοβαρότητα της οποίας φροντίζει να υποβαθμίζει στη σύζυγό του) δίνει στο «Utama» την ολοφάνερη έννοια του πεπρωμένου, από το όποιο όχι μόνο ουδείς μπορεί να ξεφύγει, αλλά μοιάζει ν’ αποτελεί και την ύψιστη προσβολή αν επιχειρήσει να το κάνει. Η επιμονή του εγγονού ως προς την μετακόμιση στην «ασφάλεια» της πόλης, βγάζει στην επιφάνεια οικογενειακές συγκρούσεις και σοβαρές πολιτισμικές διαφορές, που όμως ελάχιστα δείχνουν να προβληματίζουν στον τομέα της σεναριακής ανάπτυξης τον πρωτοεμφανιζόμενο auteur. Αυτό που πρωτίστως τον απασχολεί είναι η ανάδειξη (από μια ντοκιμαντερίστικη θαρρεί κανείς σκοπιά) της ύπαρξης αυτών των (από όλους) ξεχασμένων «φυλάκων» ενός σχεδόν αρχέγονου τρόπου ζωής. Η χρήση της τοπικής διαλέκτου στους διαλόγους, έρχεται να υπογραμμίσει τούτη τη διαπίστωση.

Υπό το πρίσμα αυτό, ξεπροβάλει ένας λανθάνων προβληματισμός περί του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, ενταγμένος όχι σε επιστημονική βάση, αλλά σ’ εκείνη των δοξασιών παρελθόντων αιώνων. Η θυσία, που προτάσσεται από τους ντόπιους ως λύση στην «κατάρα» της ανομβρίας, γίνεται γρήγορα φανερό πως εμπεριέχει ένα ευκόλως διακριθέν διπλό νόημα, ικανό να διασώσει ανθρώπους και… λάμα από την πλήρη εγκατάλειψη. Τα συμπαθή τετράποδα με τις ροζ κορδέλες που ο Βιρτζίνιο τους έχει δέσει στ’ αυτιά ώστε να μπορεί να τα ξεχωρίζει, δίνουν μια άκρως χαριτωμένη πινελιά στο φιλμ. Σε αντίθεση με τον θρήνο των φτωχών χωρικών, καθώς το μέλλον τους φαντάζει ζοφερό, όσες σταγόνες βροχής κι αν πέσουν.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Πολυβραβευμένο art-house φιλμ (με σπουδαιότερη διάκριση το βραβείο της Επιτροπής στο περσινό Sundance), που καταφέρνει χάρη στη σπανιότητα του τόπου δράσης, καθώς και στην πραγματικά εντυπωσιακή του φωτογραφία, να «μακιγιάρει» (ως ένα βαθμό) την αδυναμία υπερπήδησης ενός σχεδόν προκαθορισμένου πλαισίου. Η σκάρτη ενενηντάλεπτη διάρκεια (σε αντίθεση με όσα «μεγαλεπήβολα» έχουμε υποστεί εσχάτως από το είδος), εκλαμβάνεται ως καλοδεχούμενο δείγμα αυτογνωσίας των περιορισμένων δυνατοτήτων ανάπτυξης του εγχειρήματος. Γενικά, ένα συμπαθές δείγμα σύγχρονου world cinema, που δεν πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module