Η… μεστωμένη και ευκατάστατη Πόπη αποφασίζει να παντρευτεί τον Αρτέμη, έναν αρκετά νεότερο άνδρα γεωργιανής καταγωγής, προκαλώντας ποικίλα σχόλια από τους συγχωριανούς της στην Κω. Τα παιδιά της και η αδελφή της προσπαθούν ν’ αποτρέψουν το «κακό», αλλά η ύπαρξη ενός χαμένου θησαυρού θα τους αποσυντονίσει.
Αφού… δολοφόνησε ουκ ολίγες κλασικές κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου («Οι Γαμπροί της Ευτυχίας», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός», «Ο Θησαυρός»), ο Στράτος Μαρκίδης ξαναχτυπά με αυτό που «ξέρει» να κάνει καλύτερα (#sarcasm): ακόμη μία σύγχρονη κωμωδία ηθών για τις (πλέον) λαϊκές μάζες θεατών. Δεν έχω πραγματικό πρόβλημα ή αντιρρήσεις με το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, όμως, υπάρχει (ή πρέπει να υπάρχει) κι ένα μέτρο ποιοτικών κριτηρίων σε σχέση με αυτές τις παραγωγές, που συχνά ρίχνουν το επίπεδο χαμηλότερα κι από εκείνο τηλεοπτικών σειρών «αρπαχτής». Όταν, λοιπόν, το (τζάμπα) θέαμα της μικρής οθόνης δείχνει αρτιότερο ή στέκει καλύτερα κι από ένα προϊόν που ξεκινά την καριέρα του από τη μεγάλη οθόνη, με τον σκηνοθέτη του να μην παρουσιάζει ίχνος βελτίωσης για πολλοστή φορά, το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου ευπρόσδεκτο. Και καταντά και προσβλητικό.
Με ένα σενάριο κυριολεκτικά ανεκδιήγητο, πρέπει να δεχτούμε πως η Ελένη Καστάνη σκοπεύει να παντρευτεί τον Γιάννη Τσιμιτσέλη και ετοιμάζεται να υποδεχτεί στην Κω τα τέκνα της, τα οποία θα παραστούν στο μυστήριο του γάμου όχι με τις καλύτερες των προθέσεων. Τα «παιδιά» είναι ο gay Στράτος Λύκος που κουβαλάει μαζί του για «ξεκάρφωμα» – δήθεν γκόμενα, ενώ η κόρη Κατερίνα Τσάβαλου καταφθάνει από… Στουτγάρδη με τον σύντροφό της, ιδιοκτήτη καταχρεωμένης ελληνικής ταβέρνας. Αν δεν αρκούν αυτά για να παρατηρηθούν φαινόμενα… τριχόπτωσης, στην πλοκή προστίθεται και «χαμένος» θησαυρός με λίρες που θα φέρει στην επιφάνεια αστυνομική υποπλοκή διαφθοράς κι εγκλήματος, μετά χορευτικού από την Κατερίνα Στικούδη και τα κορίτσια της! Και ο Τάσος Παλαντζίδης που πίνει μπύρες!
Μέχρι ενός σημείου αμήχανα μη αστείο, το φιλμ εξελίσσεται από κακότεχνη μπαλαφάρα σε περίπτωση ταινίας που ενδεχομένως θα εκτιμούσε ο Τζον Γουότερς (ίσως όχι για τη δεκάδα των καλύτερων ταινιών που φτιάχνει ετησίως…), για να οδηγηθούμε σ’ ένα τελευταίο ημίωρο που δεν έχει τελειωμό (και σχεδόν διπλό φινάλε!), με ανατροπές που κανενός είδους μαστούρωμα δεν μπορούσε να εφεύρει (μιλάμε για επιστημονικό μυστήριο). «Ποιος θα ζήσει; Ποιος θα πεθάνει; Ποιος θα πάρει τα λεφτά; Ο γάμος θα γίνει τελικά;», διερωτάται το δελτίο Τύπου του «Στο Τέλος Ξυρίζουν τον Γαμπρό». Βγαίνοντας από την αίθουσα, έχοντας παρακολουθήσει ολόκληρο το φιλμ (κάτι που δεν κάνει η πλειοψηφία των συναδέλφων μου σε τέτοια έργα, να τα λέμε κι αυτά…), σκέφτηκα πως θα άξιζε τον κόπο να προστεθεί και το εξής ερώτημα: Κάπως έτσι θα πρέπει να βιώνεται ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, σωστά; Δεν μου έχει συμβεί, δεν το γνωρίζω, αλλά… που θα μου πάει; Με μερικές παρόμοιες ταινίες ακόμα (χωρίς να βγάζω στην απ’ έξω και τα κρούσματα της εγχώριας «καλλιτεχνικής» παραγωγής), μπορεί ν’ αποκτήσω και τούτη την εμπειρία!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Εάν έχετε πήξει στο τοπικιστικό δραματάκι της τηλεόρασης εσχάτως κι αναζητάτε μια «βρωμιά» με κωμική νότα και επίπεδο προσβλητικά κατώτερο από αυτό που καταναλώνετε κατ’ οίκον, ιδού η ευκαιρία σας για κινηματογραφική έξοδο! Διαφορετικά, υπομονή, σε κάνα χρόνο θα το πετύχετε κάπου στο zapping και θ’ αναφωνήσετε «γουότ δε φακ» (με καμάρι στην προφορά).
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr