Με στόχο να βρει χρηματοδότηση για τις πανεπιστημιακές της έρευνες, η Άλμα δέχεται να παραστήσει τη σύντροφο ενός ανθρωποειδούς robot για τρεις εβδομάδες και να παραδώσει το αποτέλεσμα της «εργασίας» της ώστε να προχωρήσουν οι μελέτες γύρω από το συγκεκριμένο επιστημονικό project.
Πριν από το (μετριότατο σκηνοθετικά) αμερικανικό της ντεμπούτο με το «Κάποια Μίλησε» πέρσι, η Μαρία Σράντερ υπέγραφε… το 2021 τούτη την ακόμα πιο προβληματική κομεντί με στοιχεία φαντασίας, η οποία κάποτε «έπρεπε» να διανεμηθεί και στη χώρα μας διότι… είχε αγοραστεί και έχει και MEDIA! Κανέναν άλλο λόγο ύπαρξης δεν έχει το πέρασμα του «Ο Άντρας των Ονείρων μου» από τις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.
Είναι θέμα κουλτούρας και πολιτιστικής ταυτότητας, που περνά και μέσα από τα φιλμικά είδη. Μπορεί να παίξει με τους κανόνες του συγκεκριμένου genre μία… γερμανική παραγωγή; Εδώ η απάντηση είναι… με τίποτα! Διότι πέραν μιας αρχικά ενδιαφέρουσας ιδέας, για να λειτουργήσει το ρομαντικό στοιχείο όσο και το (επιστημονικό) παράδοξο / εύρημα της ιστορίας απαιτείται και χιούμορ. Το οποίο απουσιάζει παντελώς και από το σενάριο τούτου του φιλμ, αλλά και από τη σκοπιά της Σράντερ. Δίχως χιούμορ, ο Τομ, το robot που έχει προγραμματιστεί για να ικανοποιεί κάθε ανάγκη της Άλμα, μοιάζει μ’ ένα ξεκούρδιστο και άχαρο κατασκεύασμα, αυτό που καταλήγει να είναι και ολόκληρη η ταινία, δυστυχώς.
Το φιλμ επιχειρεί να κριτικάρει (αρνητικά) την έλευση της τεχνολογίας σε μία πλασματική μορφή «συντροφικότητας», κατασκευασμένης όχι να συμπληρώνει μια σχέση, αλλά να «αντιγράφει» με προκάτ τρόπο τα «θέλω» του ενός, παρομοιάζοντας μια τέτοια συνθήκη με την ευτυχία. Δίπλα στον Τομ, που στερεοτυπικά θ’ αρχίσει να παρουσιάζει ενδείξεις… ανθρωπιάς και συναισθημάτων, βρίσκεται η ακόμη πιο «μηχανική», ψυχρή, ανέραστη και αδιέξοδη Άλμα, μεγαλοκοπέλα (που λέμε) ηλικιακά, που «έχασε το τρένο» της μητρότητας (πληγή που ξύνει μέχρι και το robot!) και επιπλέον κουβαλά και μια τραυματική για την προηγούμενη σχέση της αποβολή. Συμβολιστικά, ο σχεδιασμός του χαρακτήρα της καταστρέφει κάθε ελπίδα να γίνει αρεστή στον θεατή η Άλμα, να δοκιμάσει να γευτεί πραγματικά το «ψέμα» ενός τόσο ιδανικού παρτενέρ και η ιστορία να μπει στη διάθεση μιας κομεντί… εκσυγχρονισμένης, με μηνύματα πρωτότυπα και ευφυή. Το σενάριο λες κι έχει βγει από A.I. που έχει «καταπιεί» τις πιο deformé ιδέες ενός φεστιβαλικού «art-house» είδους ταινιών που η σκόνη γερνά επάνω τους. Κι αυτό γίνεται σταδιακά όλο και πιο επίπονο και ευνουχιστικό για την αφήγηση, η οποία βαραίνει αισθητά από άχρηστες υποπλοκές (βασικά εκείνη του πατέρα της Άλμα).
Απέχοντας έτη φωτός μακριά από το σινεμά του φανταστικού, αποτυγχάνοντας να σταθεί στα πόδια της σαν σάτιρα και δίχως ουσιαστική επαφή με το είδος της κωμωδίας, η ταινία της Σράντερ αποτελεί ένα φιλμικό malfunction, που ακόμη και μέχρι το τελευταίο της λεπτό δεν ξέρει τι θέλει να πει, επιχειρώντας ένα αδόκιμο twist που αντί να «κλείνει το μάτι» στους θεατές, κατεδαφίζει μέχρι και το… τίποτα που είχε προηγηθεί!
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr