Βουκολικό οδοιπορικό ενός σύγχρονου άγιου
Με επίκεντρο την ταξική αντίληψη στον αγροτικό κόσμο, παρακαταθήκη της γενιάς σκηνοθετών του Ερμάνο Όλμι (Το δέντρο με τα τσόκαρα / 1978), η 36χρονη Ιταλίδα σκηνοθέτρια Αλίτσε Ρορβάκερ (Τα Θαύματα / 2014) δημιουργεί την αριστουργηματική πρωτότυπη ταινία Ο Ευτυχισμένος Λάζαρος (Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στις Κάννες), με σαφείς επιρροές από Παζολίνι, Φελίνι και Ταβιάνι.
Συνεπαρμένη από τη σαγήνη του μύθου, η Ρορβάκερ μπλέκει με στοιχειωμένους θρύλους της χώρας της, όπως οι αδερφοί Ταβιάνι, τη μαρξιστική διάσταση θρησκευτικής αλληγορίας στον Παζολίνι και το σουρεαλιστικό πρίσμα του περιθωρίου στον Φελίνι, για να μιλήσει για τη διαχρονικότητα στην εκμετάλλευση της εργασίας. Υιοθετώντας λυρικό ρεαλισμό στη μορφή αλληγορικού παραμυθιού, με ήρωα έναν σύγχρονο άγιο και έναν «καλό» λύκο, μια ουτοπική κοινότητα εγκλωβισμένη σε μια οπισθοδρομική νοσταλγία μένει αμόλυντη από τη σύγχρονη παρακμή. Φέρνοντας στο νου την αλληγορία ενός ξεχασμένου τόπου, κολλημένου για χρόνια σε ένα ξεπερασμένο παρόν, όπως στο Άντεργκράουντ (1995) του Εμίρ Κουστουρίτσα, η ταινία της Ρορβάκερ βασίζεται σε μια πραγματική είδηση, που στην ταινία διαβάζεται από απόκομμα εφημερίδας και αναφέρεται στην επί χρόνια εκμετάλλευση αγροτών σε καθεστώς δουλείας, σε φυτείες καπνού.
Στον απομονωμένο αγροτικό οικισμό της Ινβιολάτα (αβεβήλωτη), καμιά πενηνταριά αγρότες, μαζί με τα παιδιά τους, καλλιεργούν καπνά στο αγρόκτημα της Μαρκησίας Αλφονσίνα Ντε Λούνα, που θεωρεί την εκμετάλλευση ως αδιαπραγμάτευτη αλυσιδωτή αντίδραση. Για χρόνια στην άγνοια, μακριά από κάθε σύγχρονη εξέλιξη, οι αγράμματοι αγρότες, μπλεγμένοι σε δεισιδαιμονίες, φοβούνται να περάσουν το ποτάμι, φυσικό σύνορο απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, μετά την από χρόνια καταστροφή της μοναδικής γέφυρας. Ανάμεσά τους, ο νεαρός βοσκός Λάζαρος, πρόθυμος για τα πάντα, δουλεύει ακούραστα νύχτα-μέρα. Ο Τανκρέντι, έφηβος γιος της Μαρκησίας, απηυδισμένος με τον κυνισμό της μητέρας του, καταστρώνει για αντίποινα την απαγωγή του, εξορκίζοντας τον Λάζαρο να μην αποκαλύψει την κρυψώνα του.
Σε παράκρουση εφηβικού μεγαλείου, ο Τανκρέντι –συνώνυμος του νεαρού αριστοκράτη που ερμήνευε ο Αλέν Ντελόν στον Γατόπαρδο (1963) του Βισκόντι– χρίζει ιππότη τον Λάζαρο, με ιερό όπλο μια σφεντόνα, ενάντια σε όλες τις τυραννικές μαρκησίες του κόσμου, ενώ τον πείθει πως ενδέχεται να είναι και ετεροθαλής αδερφός του, σε αντιστοιχία με την ταξική διαφορά των αδερφικών φίλων στο 1900 (1976) του Μπερτολούτσι.
Μαυροντυμένος, ψηλόλιγνος και χλωμός με βαμμένα ξανθά μαλλιά ως άλλος Άμλετ, ο δύστροπος Τανκρέντι, βρίσκεται στον αντίποδα του γεροδεμένου και άξεστου Λάζαρου και των υπόλοιπων χωρικών, που αποκτούν αρχέγονες παγανιστικές δυνάμεις, όλοι μαζί σαν μπουλούκι, όταν με ένα απλό φύσημά τους ξεχύνεται στη φύση, σαν ξόρκι, ορμή ανέμου.
Σε μια από τις συνηθισμένες διαλείψεις του, κοιτώντας για ώρες αποσβολωμένος το κενό, ο ονειροπαρμένος Λάζαρος μένει έξω στη βροχή και αρρωσταίνει, με τους συγχωριανούς του να αποφαίνονται ένας-ένας με το χέρι στο μέτωπό του πως ψήνεται στον πυρετό, σκηνή αντίστοιχη με το τελετουργικό κυκλικό πέρασμα από χέρι σε χέρι, του ποτηριού από το οποίο πίνουν κρασί οι αγρότες.
Ο αφελής Λάζαρος επιστρέφει μαγικά στη ζωή από βέβαιο θάνατο, όχι όμως στο παρόν, αλλά στο μέλλον, θυμίζοντας τον Ριπ Βαν Ουίνκλ (1819) του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, που ήπιε ελιξίριο που τον κοίμισε επί 20 ολόκληρα χρόνια.
Με την επιστροφή του Λάζαρου από τον κόσμο του μύθου στη σύγχρονη εποχή, παρακολουθούμε την απόλυτη κοινωνική παρακμή και φτώχια που βιώνουν οι παλιοί συγχωριανοί, αλλαγμένοι από τη φθορά του χρόνου. Εκμεταλλευτές είναι πλέον οι Τράπεζες που κάνουν κατασχέσεις, ενώ η εργασιακή εκμετάλλευση συνεχίζεται ακάθεκτη με τον γερασμένο λογιστή της Μαρκησίας να μειώνει τα μεροκάματα του νέου πλέον αγροτικού δυναμικού, από εξαθλιωμένους Αφρικανούς και Πακιστανούς μετανάστες.
Το παραμύθι με τον γέρικο λύκο που οσμίστηκε τον καλοσυνάτο άγιο ακούγεται σε εκτός κάδρου αφήγηση, στην κρίσιμη στιγμή όπου ο σύγχρονος κόσμος εισβάλλει στο στάσιμο παρόν της Ινβιολάτα, μιας εκτός τόπου και χρόνου αποκοιμισμένης κοιλάδας, όπου διατηρείται η μεσαιωνική σύμβαση επίμορτης αγροληψίας.
Οι εναέριες λήψεις στις άγονες και απόκρημνες ερημικές εκτάσεις αυτής της λησμονημένης περιοχής παραπέμπουν στα απόκοσμα τοπία στον Οιδίποδα Τύραννο (1967) του Παζολίνι, σε αντιδιαστολή με τα περίχωρα των μεγαλουπόλεων, όπου οι πρωταγωνιστές επιβιώνουν στο περιθώριο, ανάμεσα σε παρακμιακούς σκουπιδότοπους δίπλα στα τρένα, θυμίζοντας και τη γκροτέσκο ταινία Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί (1976) του Ετόρε Σκόλα.
Το όνομα της Μαρκησίας Ντε Λούνα ανακαλεί το κύκνειο άσμα του Φελίνι Η φωνή του Φεγγαριού (1990), ενώ αναφέρεται και στην ιστορία με τον σεληνιασμένο λυκάνθρωπο στη σπονδυλωτή ταινία Χάος (1984) των αδερφών Ταβιάνι.
Ο άσπιλος από ανθρώπινη κακία Λάζαρος, με χαρακτηριστική εκστατική έκφραση μεταξύ των μυστηριακών επιθανάτιων πορτρέτων Φαγιούμ και του αινιγματικού χαμόγελου της Τζοκόντας, υιοθετεί στατική πόζα με τα χέρια μπροστά, ανακαλώντας και τον Πιερότο του Βαττώ. Η αγιογραφική φιγούρα του αντιστοιχεί και στον αγαθό χαρακτήρα που ερμήνευε ο Νινέτο Ντάβολι στις ταινίες του Παζολίνι, ενώ οι θρησκευτικές αλληγορίες με ταξικό πρόσημο της Ρορβάκερ, παραπέμπουν στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (1964), όπου ο Παζολίνι παρουσίαζε μια μαρξιστική προσέγγιση του Χριστού.
Το εγκαταλελειμμένο αρχοντικό με τους ζωγραφιστούς τοίχους και τα βιτρό αρ νουβό αισθητικής, γεμάτο αράχνες και κισσούς, παραπέμπει στην Ωραία Κοιμωμένη.
Αυτή η ετεροχρονισμένη αισθητική μεταφέρει τη διάσταση ενός τόπου ανέγγιχτου από τον χρόνο, ενώ η εικόνα της ζωής στο αγρόκτημα της Ινβιολάτα παρουσιάζεται σαν μια ουτοπία, ένας παράδεισος αμόλυντος από τον εκσυγχρονισμό, όπου οι αγνοί χωρικοί περιτριγυρίζονται από κότες και πάπιες, σε σουρεαλιστικές σκηνές βγαλμένες από ταινίες του Κουστουρίτσα.
Εκτός από τις διαλεχτές φυσιογνωμίες –κατεξοχήν ιταλική κινηματογραφική παράδοση– η σκηνοθέτρια επιμελήθηκε ιδιαίτερα και τη μουσική.
Το παγανιστικό στοιχείο υπογραμμίζεται με παραδοσιακούς σκοπούς από γκάιντα, που παίζει ο ίδιος ο Λάζαρος, σε σκηνές που τον παρουσιάζουν ως καλοκάγαθο βουκολικό Φαύνο.
Το πιανιστικό «πρελούδιο 8, BWV853 σε μι ύφεση ελάσσονα» του Μπαχ αποτελεί το θλιμμένο μουσικό μοτίβο της φανταστικής εφηβικής συνένωσης των Τανκρέντι και Λάζαρου ως ετεροθαλών αδελφών, σηματοδοτώντας τη ματαιότητα μιας ταξικά ασύμβατης συμφιλίωσης.
Η πιανιστική εκδοχή της δημοφιλούς άριας «Κάστα Ντίβα», του Μπελίνι, αποτελεί το μουσικό μοτίβο που χαρακτηρίζει την αριστοκρατία. Πρωτοακούγεται στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου που φέρνει τους μαρκησίους στην Ινβιολάτα, ενώ είναι και η αναγνωρίσιμη μελωδία κάθε φορά που ανοίγει η τσιγαροθήκη-μουσικό κουτί της Μαρκησίας, δείγμα παρακμασμένων μεγαλείων.
Προς το τέλος, ο Λάζαρος με την παρέα της Ινβιολάτα προσελκύονται σαγηνευμένοι από τους ήχους εκκλησιαστικού οργάνου ενός καθεδρικού ναού, αλλά εκδιώκονται, γιατί πρόκειται για ιδιωτική λειτουργία. Τότε, το όργανο μένει δίχως ήχο, με τη θεσπέσια μελωδία να ακολουθεί μαγικά στις φτωχογειτονιές την παρέα των απόκληρων, που οραματίζονται να κάνουν κατάληψη στο αγρόκτημα και να δουλέψουν μόνοι τους, δίχως αφεντικά. Το μαγικό αυτό στιγμιότυπο σχετίζεται με την περίφημη απορία του Φεντερίκο Φελίνι «Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια;» από την αναρχική ταινία του Πρόβα Ορχήστρας (1978).
Ιφιγένεια Καλαντζή
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στην ιστοσελίδα edromos.gr