Μενού

ΕΞΟΡΙΑ - Δημήτρης Κολιοδήμος

1805 4

Ένας απελπισμένος Έλληνας, που προσπαθεί να φύγει από τη χώρα του, χρησιμοποιώντας μία βάρκα, αναγκάζεται να επιστρέψει σ’ αυτήν και να αγωνιστεί για την επιβίωσή του.

Μετά τη 10η Μέρα (2012), προσέγγιση του μεταναστευτικού προβλήματος στη χώρα μας, και τις Γραμμές (2016), περιγραφή της Ελλάδας της οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης, ο Βασίλης Μαζωμένος επιστρέφει στη θεματολογία αυτή, όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματός του. Ξαναπιάνει το ίδιο νήμα, θέλοντας να συνδυάσει τις δύο προηγούμενες ταινίες του σ’ ένα φιλμ φαντασίας – και αποτυγχάνει πανηγυρικά, τόσο αφηγηματικά όσο και (κυρίως) σκηνοθετικά.

Ο Άρης (Στέφανος Κακαβούλης) είναι ένας ξενιτεμένος στον ίδιο του τον τόπο, όπου τον αναγκάζουν βίαια να επιστρέψει οι Λιμενικές Αρχές. Κι αρχίζει να περιφέρεται ως ξένος σε ξένη χώρα, να συναντάει σειρά προσώπων και να ζει τη μία περιπέτεια μετά την άλλη, σαν να είναι ο (άβουλος) ήρωας ενός συμβολικού δράματος. Που θέλει συγχρόνως να είναι και ταινία (πολιτικής) φαντασίας. Γι’ αυτό και ξεκινάει ασπρόμαυρη, για να αποκτήσει στη συνέχεια χρώμα και να υιοθετήσει τελικά τη λογική του ονείρου. Ολέθριο λάθος! Αν έλειπε το επεισόδιο του νοσοκομείου κι ο Άρης ξυπνούσε ξανά στη βάρκα, ο εγκλωβισμός του θα ήταν απόλυτος κι ο εφιάλτης του χωρίς τέλος. Τώρα, δεν είναι παρά ένα φτηνό τρικ.

Όμως, το θεμελιώδες σφάλμα του Μαζωμένου είναι ο τρόπος που επέλεξε να κινηματογραφήσει τα δρώμενα, με την κάμερα ακίνητη, να καταγράφει όσα συμβαίνουν μπροστά της. Διότι αποξενώνει τον θεατή απ’ αυτά. Διότι όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του είναι κακοπαιγμένα από ακατάλληλους ή ερασιτέχνες ηθοποιούς. Πάνω απ’ όλα, διότι όλα όσα βλέπουμε ως… μπανιστηρτζήδες (σ’ αυτή τη θέση μας έχει φέρει η ακίνητη κάμερα), φαντάζουν είτε ψεύτικα είτε τραβηγμένα από τα μαλλιά είτε και τα δύο μαζί.

Η σκηνή της ανάκρισης, στο Αστυνομικό Τμήμα, μοιάζει με μαθητική παράσταση. Στο δωμάτιο των δύο αδελφών, όσα συμβαίνουν δεν έχουν σχέση με ερωτική συνεύρεση (προς… ελεύθερη πάλη φέρνουν) και η κάμερα του κινητού σίγουρα δεν καταγράφει βιασμό. Στο «πορνοθέαμα», αν είχαμε πληρώσει γι’ αυτό, ο διοργανωτής του μάλλον δεν θα περνούσε καλά. Κι ο αγώνας μέχρις εσχάτων μόνο τέτοιος δεν είναι…

Κατά τον σκηνοθέτη, στον κόσμο που μας παρουσιάζει τα πάντα αγοράζονται. Όταν πληρώνεις την ανθρώπινη επαφή, είτε πρόκειται για (συμβατικό ή ομοφυλόφιλο) έρωτα είτε για πορνοθέαμα, έχεις την αξίωση ο μεν εταίρος να είναι καλός υποκριτής, το δε προσφερόμενο θέαμα να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που θέλει να είναι. Έχεις την απαίτηση ο εξαγοραζόμενος να προσποιείται ότι ζει τη στιγμή και ικανοποιείται κι αυτός όπως κι εσύ. Διαφορετικά, σε κοροϊδεύει. Κι αν εκείνος το κάνει για τα λεφτά, ένας σκηνοθέτης το κάνει για τη δόξα.

Δημήτρης Κολιοδήμος
Το κείμενο δημιοεύτηκε στο βιβλίο του  Δημήτρη Κολιοδήμου
"101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να πεθάνεις πριν τις δεις"
(εκδόσεις ΟΞΥ, Αθήνα 2021

Smart Search Module