Δίδυμο παράνομων διακινητών βρεφών ξεκινά οδικό ταξίδι αναζήτησης αγοραστών του πιο πρόσφατου «αποκτήματός» του, παίρνοντας μαζί τη μητέρα του μωρού, η οποία θέλει να ελέγξει από πρώτο χέρι την καταλληλότητα των υποψήφιων γονιών. Ντουέτο αστυνομικών ντετέκτιβ που έχουν από καιρό αντιληφθεί τι παίζει, ακολουθεί το ντούο κατά πόδας ώστε να το συλλάβει επί το έργον.
Έπειτα από την κατάκτηση του Χρυσού Φοίνικα στις Κάννες με τους «Κλέφτες Καταστημάτων» (2018), η καριέρα του Χιροκάζου Κόρε-Έντα, δυστυχώς, φαίνεται να έχει πάρει την κατιούσα. Το «Τυχερό Αστέρι» αποτελεί τη δεύτερη σερί ταινία του Ιάπωνα auteur (έπειτα από την «Αλήθεια» του 2019), που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με τις εξαιρετικές στιγμές του παρελθόντος της φιλμογραφίας του. Κατά σύμπτωση, πρόκειται για την (επίσης) δεύτερη σερί φορά που ο σκηνοθέτης επιλέγει να γυρίσει ταινία μακριά από την «ασφάλεια» της πατρίδας του, τείνοντας μάλλον να δικαιώσει τις σχετικές ανησυχίες που είχαμε εκφράσει στο κείμενο του προηγούμενου, ευρωπαϊκού εγχειρήματός του, σχετικά με την πιθανή του αδυναμία να λειτουργεί το ίδιο καλά εκτός έδρας. Η Κορέα (όπου έχουν πραγματοποιηθεί τα γυρίσματα τούτου), βέβαια, σαφώς και αποτελεί για κάποιον Ασιάτη ένα περιβάλλον πολύ πιο «προσιτό» σε σχέση με τη Γαλλία, γεγονός που σε συνδυασμό με την επιστροφή του σκηνοθέτη στα εντελώς γνώριμά του σεναριακά νερά, κάνει το νέο του φιλμ να μοιάζει μ’ ένα βήμα μπροστά. Σε σχέση με το σύνολο των δουλειών του, όμως, στέκει έως και (τουλάχιστον) δύο βήματα πίσω.
Το πρώτο πράγμα που ο γνώστης της φιλμογραφίας του Κόρε-Έντα θα διακρίνει, είναι πως το στόρι του «Τυχερού Αστεριού» ναι μεν αποτελεί επιστροφή στα παλιά και… οικογενειακά αγαπημένα θέματα του σκηνοθέτη, πλην όμως περισσότερο μοιάζει με ανακύκλωση ιδεών από όλες σχεδόν τις ταινίες του (η «λανθασμένη» υιοθεσία του «Πατέρας και Γιος», η αυτοσχέδια οικογένεια από τους «Κλέφτες Καταστημάτων»), παρά με μία αληθινή επιστροφή σε φόρμα. Το δεύτερο (που κατά τη διάρκεια το φιλμ γίνεται ολοφάνερο), είναι πως στην προσπάθεια ν’ ανανεώσει κάπως την προβληματική του, ο auteur εμπλουτίζει το στόρι με μία βασική υποπλοκή αστυνομικού τύπου, καθώς και με μία ακόμα που πατά σε… γκανγκστερικά μονοπάτια! Αμφότερες εντάσσονται στο πλαίσιο του είδους που σχεδόν ως σήμα κατατεθέν έχει κατοχυρώσει όλα αυτά τα χρόνια (του γλυκόπικρου οικογενειακού δράματος, δηλαδή), που με κωμικές πινελιές εξερευνά τη σκληρότητα της σύγχρονης ιαπωνικής (εν προκειμένω της κορεάτικης…) κοινωνίας. Το πρόβλημα που ενσκήπτει σχετικά με τη διάθεση «ανανέωσης», εν τούτοις, είναι πως τόσο η αστυνομική, όσο και η γκανγκστερική πλευρά του σεναρίου, καταλήγουν είτε να μην αφορούν ουσιαστικά την πλοκή, είτε να μην μετουσιώνουν σε πράξη τις δήθεν σφοδρές απειλητικές τους τάσεις, καταλήγοντας να μοιάζουν περισσότερο με φάρσα (αν και το ξεκίνημα μόνο κάτι τέτοιο δεν προμηνύει).
Νεαρή, απελπισμένη μάνα εγκαταλείπει το νεογέννητο μωρό της σε ένα από τα «ειδικά κουτιά» που υπάρχουν στην Κορέα για περιπτώσεις σαν τη δική της. Μετανιώνοντας για την πράξη της, επιστρέφει την επόμενη μέρα για να το πάρει πίσω και άμεσα αντιλαμβάνεται πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, καθώς δύο από τους υπαλλήλους της υπηρεσίας ενίοτε «κλέβουν» τα μωρά (διαγράφοντας παράλληλα τα πιθανά ενοχοποιητικά στοιχεία από τις κάμερες παρακολούθησης), ώστε να τα πουλήσουν σε ενδιαφερόμενους που βρίσκουν στο διαδίκτυο! Αποδεχόμενη το γεγονός πως για πολλούς και διάφορους λόγους (τους οποίους η ίδια εξαρχής γνωρίζει) θα της είναι αδύνατο να μεγαλώσει το μωρό της δίχως εμπόδια και δυσκολίες, αναγκάζει τους δύο άνδρες να την πάρουν μαζί της στο… εμπορικό ταξίδι που ξεκινάνε, για να έχει (έστω) έναν κάποιον λόγο στο μέλλον του παιδιού της.
Στον αληθινό κόσμο, αυτοί που θα είχαν ως εκ των βασικών τους ασχολιών το εμπόριο μωρών, κατά πάσα βεβαιότητα, θα ήταν τα πλέον απεχθή άτομα. Στο σινεμά του Κόρε-Έντα, όμως, όχι! Η παράκαμψη των ατελείωτων γραφειοκρατικών διαδικασιών υιοθεσίας, χάριν της γρήγορης εύρεσης κατάλληλης οικογένειας για το κάθε νεογέννητο (με το αζημίωτο για τους εμπνευστές του σχεδίου, φυσικά), παρουσιάζεται σαν η πλέον βολική για όλους λύση. Είναι τόσο καλόκαρδοι και αξιαγάπητοι οι δύο βασικοί ήρωες, που είναι σχεδόν αδύνατον για τον θεατή ν’ αποδεχτεί πως αυτό που επί σειρά ετών διαπράττουν είναι ποταπό και κατακριτέο. Η αναμφίβολη καλοσύνη και ευγένεια που τους χαρακτηρίζει (ο ένας εκ των δύο, μάλιστα, έχει μεγαλώσει σε ανάδοχη οικογένεια και ξέρει), τους απαλλάσσει στα μάτια όλων από το σαφές αξιόποινο των πράξεών τους, με τις τύψεις για την τύχη του μωρού και την επακόλουθη συμμόρφωση με τις επιταγές του Νόμου να πέφτουν ούτε λίγο ούτε πολύ… στις πλάτες της μάνας. Εκείνη, άλλωστε, είναι που διατηρεί ένα σκοτεινό παρελθόν με πολλά μυστικά. Οι άλλοι δύο δεν κρύβονται, όντας (μάλλον) περήφανοι για τις κοινωνικές υπηρεσίες που προσφέρουν, με τη σεμνότητά τους να λειτουργεί ως αντίβαρο στην αφέλεια αρκετών απ’ όσα διαδραματίζονται. Η ικανότητα του Κόρε-Έντα ν’ αποτυπώνει με απαράμιλλη γοητεία την εύθραυστη ομορφιά της ζωής, ξελασπώνει σε σημαντικά μεγάλο βαθμό το φιλμ του. Σε αντίθεση με την αδικαιολόγητη διάρκεια (το τελευταίο σαραντάλεπτο ήθελε γενναίο ψαλίδι), αλλά και την ευκολία των σεναριακών λύσεων που προτάσσει, οι οποίες μτατρέπουν το «Τυχερό Αστέρι» στην πλέον αδύναμη «ασιατική» του ταινία.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Θυμίζει κάπως Κόρε-Έντα του παρελθόντος το «Τυχερό Αστέρι», ατυχώς όμως το θυμίζει… υπέρ του δέοντος. Για τους φανατικούς φίλους του σκηνοθέτη, τούτο δεν αποτελεί την τεράστια απογοήτευση της «Αλήθειας», εν τούτοις, τείνει να κατατάξει τον auteur στην κατηγορία των βετεράνων που μονίμως ανακυκλώνουν τις ιδέες τους. Στα υπέρ του, το γεγονός πως δεν φαίνεται να το έχει «χάσει» εντελώς, συν η απαραίτητη υποσημείωση (ελπίδα;) της πιθανής μελλοντικής επιστροφής του στην πατρίδα, που ίσως λειτουργήσει ευεργετικά στον τομέα της έμπνευσης. Ως εισαγωγή στο έργο του σκηνοθέτη, για όσους δεν γνωρίζουν την φιλμογραφία του, δεν αποτελεί κακή αφετηρία.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr