O Άδωνις Κριντ κρεμά τα γάντια του και αποχωρεί από την ενεργό πυγμαχική δράση, όταν ένας παιδικός του φίλος επιστρέφει –έχοντας μόλις αποφυλακιστεί– για να του θυμίσει τα παλιά. Οι παιδικές αναμνήσεις που μοιράζεται με τον Ντέιμιαν δεν είναι όμως οι πιο ευχάριστες: Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα κομμάτι της ζωής του που ο Κριντ έχει καταπιέσει μέσα του, κρύβοντάς το κι από τη σύντροφό του αλλά κι από τον ίδιο τον εαυτό του. Όταν μια σειρά γεγονότων φέρει τον Ντέιμιαν στο ρινγκ να μάχεται με την ορμή και τη λύσσα μιας ολόκληρης χαραμισμένης ζωής, ο Κριντ θα πρέπει να βάλει ο ίδιος τέλος σε αυτή την ιστορία.
Το νέο κεφάλαιο της σειράς διατηρεί μια ακόμα σημαντική παράδοση του franchise: Τον πρωταγωνιστή που κρατά τον δημιουργικό έλεγχο. Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν σκηνοθετεί ο ίδιος μιας ταινία βασισμένη σε ιδέα και σενάριο των αδερφών Κούγκλερ, που αποφασιστικά παίρνει αποστάσεις από την κληρονομιά του Rocky (σε αντίθεση με το συμπαθές αλλά εν τέλει όχι ιδιαίτερο “Creed II”, που ήταν βουτηγμένο στην αυτοαναφορικότητα) και βουτά σε ένα νέο παρελθόν που χτίζει για τον ήρωά της.
Απέναντι στον κεντρικό ήρωα έχουμε έναν άνθρωπο από το παρελθόν του, κάτι σαν το σκοτεινό του είδωλο, παιγμένο με θυμό και απολαυστικό μούτρωμα από τον Τζόναθαν Μέιτζορς, που πρόσφατα είδαμε ως νέο Μεγάλο Κακό της Marvel στο “Κβαντομανία”. Εδώ, από την πρώτη στιγμή ξέρεις πώς όλα θα πάνε στραβά, αλλά παρακολουθείς το στόρι καθώς χτίζεται σταδιακά μέσα από τις αλληλεπιδράσεις των δύο φίλων αλλά και την γενική ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην αφήγηση του φιλμ.
Κάτι που οφείλεται τόσο στην συνύπαρξη των Τζόρνταν και Μέιτζορς, όσο και στη σκηνοθετική προσέγγιση του πρώτου που αποτυπώνει αυτή την κατά τα άλλα γνώριμη δυναμική σα να επρόκειτο για κάποια anime σύγκρουση: Όλες οι σκηνές διαδραματίζονται σε μια απροσδιόριστου δειλινού χρωματική παλέτα, κάθε πράξη φέρνει άμεσες συνέπειες χωρίς έγνοια για το πώς κυλά ο χρόνος (που μοιάζει ακίνητος ή σα να τρέχει ακατάπαυστα, ή και τα δύο ταυτόχρονα), κι οι μάχες καδράρονται μέσα από λεπτομέρειες στα μάτια ή στη φιγούρα των ηρώων, που συχνά τοποθετούνται εκτός ρεαλιστικού πλαισιού και κατευθείαν μέσα σε ένα σκηνικό συναισθηματικά αφαιρετικό– οπωσδήποτε στο σύμπαν των Rocky/Creed δεν έχουμε ξαναδεί απολύτως τίποτα που έστω να μοιάζει με την τελευταία μάχη του “Creed III”.
Όλα αυτά ίσως δεν κάνουν την ταινία ό,τι πιο πρωτότυπο ή απρόβλεπτο ή βαθύ έχει υπάρξει ποτέ, αλλά έτσι κι αλλιώς πολύ συχνά οι ταινίες αυτού του franchise βρίσκουν τρόπους να θριαμβεύουν μέσα στα γνώριμά τους πλαίσια. Κι ετούτη εδώ, στηριγμένη στις τεράστιες πλάτες δύο απολαυστικών ηρώων (των οποίων τις ιστορίες παίρνει απολύτως σοβαρά) και σκηνοθετημένη με έναν φρέσκο τρόπο, κάπου ανάμεσα στη συναισθηματική αλήθεια και το καρτούν στιλιζάρισμα, μπορεί να μην είναι ανάμεσα στις σπουδαίες αλλά είναι αγνά διασκεδαστική.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr