Μενού

ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΝΙΣΕΡΙΝ, ΤΑ - Γιώργος Παπαδημητρίου

Αρχές του 1923, σε ένα (επινοημένο) νησάκι απέναντι από τις ιρλανδικές ακτές. Χωρίς καμία εξήγηση ή προειδοποίηση, ο Κολμ αποφασίζει ουρανοκατέβατα πως δεν θέλει να έχει την παραμικρή σχέση με τον Πάρικ, τον μέχρι πρότινος κολλητό του. Κι είναι μάλιστα αποφασισμένος να φτάσει μέχρι αδιανόητα και εξωπραγματικά άκρα προκειμένου να πείσει τον Πάρικ ότι δεν αστειεύεται. Σταδιακά, κι ενόσω η διαλυμένη τους φιλία μοιάζει να ανοίγει ένα ιδιόρρυθμο Κουτί της Πανδώρας για αυτή λησμονημένη από θεό και ανθρώπους λωρίδα γης, ο Κολμ εξομολογείται στον Πάρικ (αλλά και γενικότερα) πως δεν έχει σκοπό να σπαταλήσει ούτε ένα δράμι χρόνου σε οτιδήποτε ασήμαντο: το μόνο που τον ενδιαφέρει από εδώ και στο εξής είναι η σιωπή, με σκοπό να αφοσιωθεί ολόψυχα στη μουσική και να αφήσει πίσω του ένα έργο που θα μνημονεύεται στον χρόνο. Ακόμη κι αν στη διαδρομή προς ένα φαντασιακό (και κατά βάση) αυτάρεσκο «για πάντα» αναγκαστεί να απαρνηθεί κάθε «τώρα» που μετράει και αξίζει.

1751 2

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, Τα πνεύματα του Ινισέριν κόβουν τον ομφάλιο λώρο με τη λογική και τον ρεαλισμό, μέσα από μια διαδρομή αντίστροφης φοράς από τη συνηθισμένη ροή. Αυτό που ξεκινά ως μια παιδιάστικη γελοιότητα που στερείται λογικής σύντομα διογκώνεται σε μια νοσηρή φάρσα, προτού μεταμορφωθεί σε γκροτέσκο αστείο για την ανθρώπινη ύπαρξη, με αμέτρητες παραπομπές και διακλαδώσεις. Με άλλα λόγια, μια συνθήκη κραυγαλέα παράλογη μετατρέπεται χωρίς καν να το πάρεις χαμπάρι σε ένα γεωμετρικά σχεδιασμένο ταξίδι προς το χάος και την απορρύθμιση. Και ξάφνου, όλα τα αδιανόητα και απίστευτα που συμβαίνουν όχι μόνο μοιάζουν χαμηλόφωνα και διακριτικά, αλλά καταλήγουν να βγάζουν (ένα πικρό και ασήκωτα μελαγχολικό) νόημα, λες και η απόλυτη κορύφωση περνά όλως περιέργως μέσα από μια συναρπαστική αποκλιμάκωση.

Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, του οσκαρικού Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι (2017), ανασυστήνει το απολαυστικό δίδυμο των Κόλιν Φάρελ-Μπρένταν Γκλίσον του Αποστολή στην Μπριζ (2008), ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στο ιλαρό και το τραγικό (σε σημείο που να δεν μιλάμε για διαδοχή αλλά για διάχυση του ενός μέσα στο άλλο) και φτιάχνει μια ταινία αληθινό κλαυσίγελο. Με τελικό άθροισμα που στέκει ακόμη πιο ψηλά και από το φωτεινό μέτρημα των επιμέρους αρετών και στρογγυλοκάθεται σε ένα οδυνηρό σημείο τομής: εκεί όπου συναντιούνται το πένθος για όσα χάσαμε ανεπιστρεπτί στην πορεία και η βασανιστική απορία για το πόσο αγιάτρευτα εθισμένοι είμαστε στην αυτοκαταστροφή.

1751 4

Διόλου τυχαία, η δράση εκτυλίσσεται στην καρδιά του ιρλανδικού εμφυλίου, τον οποίο ακούμε συνεχώς από απόσταση, σαν μακρινό αντίλαλο που σιγοτρώει αργά αλλά σταθερά τις ψυχές των ηρώων. Τα αποτελέσματά του, άλλωστε, είναι ορατά και ανιχνεύσιμα ακόμη και σε αυτή την τελευταία τρύπα του ζουρνά, όπου κάθε φαινομενικά πανίσχυρος δεσμός είτε καταλύεται αυτοστιγμεί είτε διαβρώνεται μέχρι την οριστική παρακμή. Αν το καλοσκεφτούμε εξάλλου, όσο κι ακούγεται αρχικά απλοϊκό ή τετριμμένο, ποιος καλύτερος τρόπος για να αποδώσει κανείς την οδύνη, το σοκ και το τραύμα ενός εμφυλίου σπαραγμού από την κατάρρευση μιας φαινομενικά ακλόνητης φιλίας;

Στο Ινισέριν, όπου ο κόσμος όλος μοιάζει να στριμώχνεται στα λίγα βήματα που οδηγούν από την εκκλησία στην παμπ, εκεί όπου δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα και όλοι διψούν για κάθε είδους «νέα», κόσμοι ολόκληροι χτίζονται και διαλύονται ακόμη και από τη μια στιγμή στην άλλη. Γιατί ο ψίθυρος της ρουτίνας του καθενός, έστω και ερήμην μας, κάπου και κάποτε θα διασταυρωθεί με τη βοή των πάντων, σαν αυτί που κολλάει σε κοχύλι -αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας, που έλεγε κι ο ποιητής.

1751 6

Το The Banshees of Inisherin συνυφαίνει την κατάμαυρη φολκλόρ κωμωδία με το υπαρξιακό θρίλερ, κλείνει τσαχπίνικα το μάτι στον Μπέκετ μέσα από μια ιστορία αεικίνητης ακινησίας, υφαίνει μια χριστιανική παραβολή για την αθωότητα και την καλοσύνη με όρους αμιγώς κινηματογραφικούς (η αλληγορική διάθεση του Μπρεσόν συναντά τη θεϊκή σιωπή του Μπέργκμαν σαν ετερώνυμα που έλκονται, η σύζευξη φωτιάς και νερού παραπέμπει συνειρμικά στον Ταρκόφσκι), πλάθει εικόνες βγαλμένες από σαιξπηρική τραγωδία (η «Κασσάνδρα» του χωριού φέρνει στο νου τις μάγισσες του Μακμπέθ), μα πάνω απ᾽ όλα κατορθώνει να μιλήσει για χίλια και ένα βάσανα του νου και της ψυχής χωρίς να φλυαρήσει ούτε φευγαλέα.

Για την πάντα άπιαστη αιωνιότητα, που δεν είναι παρά ένα ψηφιδωτό από στιγμές, καταδικασμένο να μείνει ανολοκλήρωτο. Για τις λυτρωτικές διαστάσεις και την εφιαλτική ανεπάρκεια της τέχνης. Για την ελεύθερη βούληση και την ατομική ελευθερία, που ορισμένες στιγμές μοιάζουν με όνειρο απατηλό. Για την ασταθή φύση της αγάπης, για το σοκ που επιφέρει η απώλεια οποιασδήποτε βεβαιότητας. Για όλους τους καταγωγικούς μας δεσμούς, είτε πρόκειται για ανθρώπους είτε για τόπους, που άλλοτε γίνονται καταφύγιο και άλλοτε φυλακή. Για τη βασανιστική μας απορία και σύγχυση απέναντι στις ανεξήγητες στροφές της ζωής, απέναντι στο απρόβληπτο και στο ανοίκειο. Για τα «πνεύματα» που κατοικούν πρωτίστως μέσα μας και γελάνε με τα αστεία μας καμώματα.

Γιώργος Παπαδημητρίου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr

Smart Search Module