ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΗΜΩΝΙΕΣ - Νίκος Τσαγκαράκης
Σ’ ένα ακριτικό μακεδονικό χωριό στα σύνορα με τη Βόρεια Μακεδονία, ένας αγρότης πιεσμένος από τα χρέη δέχεται απρόθυμα την πρόταση του κουνιάδου του, να διακινεί παράνομα πρόσφυγες από τη μία όχθη της λίμνης Δοϊράνης στην άλλη. Ο θάνατος προσφύγων όμως στη διάρκεια αυτών των μετακινήσεων, γίνεται αφορμή για ν’ αναδυθούν οι παθογένειες της κλειστής επαρχιακής κοινωνίας.
Κοινωνικό δράμα εγκλήματος που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους της σκηνοθέτριας, μετά τις μικρού μήκους «Facets of Loneliness» (2012) και «Red Hulk» (2013), η δεύτερη από τις οποίες κέρδισε τον Χρυσό Διόνυσο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και το πρώτο βραβείο καλύτερης ταινίας μικρού μήκους στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. Οι «Θημωνιές» από την πλευρά τους έφυγαν με έξι βραβεία από το περυσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων εκείνα των FIPRESCI και ΠΕΚΚ, διεθνούς ομοσπονδίας και πανελλήνιας ένωσης κριτικών κινηματογράφου αντιστοίχως.
Όπως διαπιστώνει κανείς και στο επίσης σπουδαίο «Red Hulk», που διατίθεται ελεύθερα στο Vimeo, το μεγαλύτερο ίσως πλεονέκτημα της σκηνοθέτριας είναι ότι δεν υποχωρεί. Εκτός δηλαδή από την εμφανή συγκρότηση που διακρίνει το στήσιμο της αφήγησης και την καθοδήγηση των ηθοποιών, η Προέδρου δε χαρίζεται στους χαρακτήρες της, τους οποίους δεν οδηγεί σε μια συμβατική αναγκαστική τροχιά λύτρωσης.
Η πλοκή οργανώνεται πάνω σε τρεις διαφορετικές οπτικές των γεγονότων, που αντιστοιχούν στα τρία μέλη της οικογένειας: τον Στέργιο, τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη τους Αναστασία. Η διαδοχή της οπτικής ενδυναμώνει τους χαρακτήρες, εξισώνει τη συμβολή τους και τη βαρύτητα της εκδοχής τους. Κι αυτό εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η πατριαρχική ανισότητα με την οποία διανέμεται η οικογενειακή και κοινωνική εξουσία ανάμεσα στα φύλα αποτελεί κεντρικό θέμα της ταινίας, μαζί με την ξενοφοβία και την υποκρισία της Εκκλησίας.
Κι αν η σκηνοθέτρια δεν είναι βεβαίως η πρώτη που ασχολείται με τη συγκεκριμένη θεματολογία, είναι σίγουρα από τους λίγους δημιουργούς που το κάνουν με τέτοια νηφαλιότητα, συνέπεια και πληρότητα, καθώς χειρίζεται με διαρκή συναίσθηση στόχου αφηγηματικά μοτίβα που εύκολα θα μπορούσαν να καταλήξουν επιφανειακά και μελοδραματικά.
Καταφέρνει έτσι να τοποθετήσει τον εαυτό της μέσα σε μια ειδολογική συνέχεια, που τη συνδέει με δημιουργούς όπως ο Κώστας Μανουσάκης και ο «Φόβος» του (1966), με τον οποίο μοιράζεται επίσης μια παρόμοια χρήση της -σήμερα περισσότερο από τότε- συζητήσιμης έννοιας της παράδοσης, καθώς, μεταξύ άλλων η πλοκή κλείνει με το ηπειρώτικο παραδοσιακό «Ένα βράδυ βγήκε ο χάρος», το οποίο τραγουδούν εορταστικά οι άντρες κι οι γυναίκες του χωριού, σε μια ειρωνική αντίστιξη με τα γεγονότα που εξακολουθούν να συμβαίνουν ταυτόχρονα κι η οποία παραπέμπει στην παρόμοια χρήση του παραδοσιακού στοιχείου στο κλείσιμο του «Φόβου»
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr