Το θείο και το ένστικτο
Ο Λούκας ένας δανός ιερέας φτάνει σε έναν απομακρυσμένο οικισμό της Ισλανδίας για να χτίσει μια εκκλησία. Μαζί του κουβαλά και φωτογραφικό εξοπλισμό με σκοπό να φωτογραφίσει τους ντόπιους. Βρισκόμαστε στο 19ο αιώνα όταν η νησιωτική χώρα ανήκε διοικητικά στη Δανία. Η συνάντησή του με τον οδηγό του τον Ράγκναρ, έναν Ισλανδό που δεν πολυσυμπαθεί του Δανούς και η πορεία προς τον προορισμό τους θα έχει άσχημη εξέλιξη καθώς ο μεταφραστής του Λούκας θα παρασυρθεί από τα νερά σε ένα ποτάμι και θα πνιγεί. Όταν τελικά η ομάδα φτάσει στον προορισμό της ο Λούκας θα είναι άρρωστος και ένας άνδρας, ο Καρλ και οι κόρες του Άννα και Ίντα θα τον φροντίσουν. Όταν ο ιερέας συνέρχεται θα ξεκινήσει το χτίσιμο της εκκλησίας ενώ ταυτόχρονα θα αρχίσει να νιώθει έντονη έλξη για την Άννα. Η κατάσταση αρχίζει να περιπλέκεται και οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες και με δραματικά αποτελέσματα.
Πως, αλήθεια, λειτουργούν οι άνθρωποι σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον; Αυτό αναρωτιόμουν ενόσω παρακολουθούσα την ταινία του Χλινούρ Πάλμασον και προσπαθούσα να μπω μέσα στην πραγματικότητα των ηρώων. Κι αυτό επειδή το σκληρό, σχεδόν αφιλόξενο τοπίο και οι δύσκολες καιρικές συνθήκες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ταινία. Γιατί είναι αυτές οι οποίες διαμορφώνον ιδιοσυγκρασίες και χαρακτήρες έχοντας ως αποτέλεσμα και ανάλογες συμπεριφορές.
Στη «Χώρα του θεού» (Godland), μια ταινία που θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ως εθνολογική μυθοπλασία, ο ισλανδός σκηνοθέτης εξερευνά τους ανθρώπους και το πως αυτοί, ανάλογα με το περιβάλλον και τις εμπειρίες τους, αντιμετωπίζουν τον «άλλον», τη θρησκεία, τη ζωή. Έτσι από την αρχή φαίνεται η απόσταση που χωρίζει τον Λούκας από τους ντόπιους, ο τρόπος που συμπεριφέρεται αυτός και εκείνοι αλλά και το πως βλέπουν ο ιερέας από τη μια και το «ποίμνιο» από την άλλη τη σχέση με το θείο. Και στο φινάλε αυτό που βλέπουμε είναι ότι το θείο αποκτά μια διαφορετική διάσταση όταν έρχεται αντιμέτωπο με το ένστικτο.
Η φύση, λοιπόν, ως περιβάλλον αλλά και η φύση ως εσωτερική παρόρμηση του ανθρώπου βρίσκονται στο επίκεντρο της ταινίας. Κι έτσι ο Λούκας βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με το Θεό του καθώς η άγρια φύση θεριεύει το ένστικτό του και τον οδηγεί στην «αμαρτία». Όπως και να’ χει το σώμα είναι εκείνο που παίρνει τη σκυτάλη από το πνεύμα καθώς η αέναη πάλη του ανθρώπου με τον εαυτό του δε λέει να τελειώσει. Εδώ λοιπόν, ανάμεσα στα νερά, τη βροχή, τις πέτρες, το χιόνι και τα ηφαίστεια, στοιχεία αρχέγονα και μυστηριακά που πάντοτε προκαλούσαν φόβο στον άνθρωπο, αποδυναμώνεται ο Θεός και αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό. Κι αν δεν κοιτάξουμε κατάματα, με ειλικρίνεια και όχι με υπεροψία αυτόν τον άλλον κόσμο και τους ανθρώπους του θα οδηγηθούμε σε συντριπτική, προσωπική ήττα.
Ο Πάλμασον κινηματογραφεί τη φύση και τη μουντάδα του τοπίου. Ο ήρωάς του ο Λούκας βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και τους άλλους αλλά και με την ίδια του τη πίστη. Κι αυτός είναι ο δικός του, προσωπικός μουντός κόσμος. Τον οποίο προσπαθεί να φωτίσει φωτογραφίζοντας τους άλλους.
Η όμορφη, γοητευτική αυτή ταινία ανοίγει δρόμους για να σκεφτούμε. Η αργόσυρτη σχεδόν εξέλιξη της ταινίας δεν ενοχλεί καθώς ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να βάλει το θεατή μέσα στο δικό του ρυθμό, ένα ρυθμό κινούμενης ακινησίας με το χρόνο να κυλάει αργά αλλά να συμβαίνουν μια σειρά από γεγονότα και εσωτερικές αλλαγές του δανού ιερέα.
Δείγμα ενός σύγχρονου, διεισδυτικού κι ανήσυχου κινηματογράφου που αποτυπώνει την αγωνιώδη πορεία του κάθε ανθρώπου προς το άγνωστο που εν τέλει είναι η ίδια η ζωή μας.
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από επτά φωτογραφίες που βρέθηκαν σε ένα κιβώτιο και οι οποίες είναι οι πρώτες που αποτύπωσαν τη νοτιοανατολική ακτή της Ισλανδίας. Μάλιστα ο σκηνοθέτης επέλεξε να χρησιμοποιήσει τετράγωνο φορμά όπως εκείνο που είχαν οι παλιές φωτογραφίες.
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com