Κάποτε στη Νάπολη
Λένε πως πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία. Όλα όσα μας διαμόρφωσαν και μας συντρόφευσαν μέχρι την ενηλικίωση. Και κυρίως οι άνθρωποι που συμβαδίσαμε εκείνα τα χρόνια της αθωότητας και των συγκλονιστικών εσωτερικών αλλαγών καθώς όλα γύρω μας θαρρείς πως μας πίεζαν να μεγαλώσουμε μια ώρα αρχύτερα. Κι όταν τα χρόνια περάσουν πάντοτε αποζητούμε την επιστροφή στην «πατρίδα» για να συναντήσουμε τις μνήμες και να αναζητήσουμε τα κομμάτια του παζλ που δεν μπήκαν ποτέ στη θέση τους.
Ο Μάριο Μαρτόνε με τη «Νοσταλγία» (Nostalgia) μεταφέρει στον κινηματογράφο το ομότιτλο βιβλίο του Ερμάνο Ρέα που κυκλοφόρησε το 2016. Ο ήρωάς του ο Φελίτσε είναι ένας μεσήλικας που επιστρέφει μετά από 40 χρόνια στη γενέτειρά του τη Νάπολη. Κάποτε, στην εφηβική ηλικία είχε φύγει για να δουλέψει κοντά σε έναν θείο του στη Βηρυτό και στη συνέχεια κατέληξε στο Κάϊρο. Εκεί πλέον εργάζεται και ζει με τη γυναίκα του. Η επιστροφή του θα τον οδηγήσει στα παλιά λημέρια, στη γειτονιά και το σπίτι του. Όμως η γριά μητέρα του, που η υγείας της είναι εύθραυστη δεν κατοικεί πλέον εκεί αλλά έχει μετακομίσει σε ένα άλλο διαμέρισμα. Ωθούμενος από τη δύναμη της νοσταλγίας ο Φελίτσε θα αρχίσει να αναζητά εικόνες από το παρελθόν και ιδίως τον παλιό του φίλο, «αδελφό» του όπως τον αποκαλεί, τον Ορέστε.
Στο μεταξύ στην πόλη μπορεί πολλά να έχουν αλλάξει αλλά και πολλά έμειναν ίδια. Όπως η δράση της Κομόρα που συνεχίζεται σα να μην πέρασε μια μέρα. Μάλιστα ο ιερέας της περιοχής μαζί με το φιλανθρωπικό έργο που προσφέρει σε παιδιά, έχει αναδειχθεί και σε πολέμιο της εγκληματικής δράσης της Μαφίας. Όταν θα πεθάνει η μητέρα του ο Φελίτσε θα πάρει τη μεγάλη απόφαση να αγοράσει σπίτι και να επιστρέψει στη Νάπολη. Την ίδια ώρα νιώθει τη μεγάλη επιθυμία να ξαναβρεί τον φίλο του. Όμως ένας παλιός φίλος της μητέρας της και ο ιερέας τον συμβουλεύουν να μην το κάνει γιατί ο Ορέστε ως αρχηγός μια αδίστακτης Οικογένειας είναι μπλεγμένος με μια σειρά από εγκληματικές πράξεις και τον θεωρούν επικίνδυνο. Μάλιστα, όπως του αποκαλύπτει ο ιερέας είναι για τον Ορέστε ο πρώτος του εχθρός. Εκείνος όμως επιμένει καθώς θεωρεί πως δεν κινδυνεύει. Όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, εκτός από τη νοσταλγία υπάρχει ακόμη κάτι πολύ σοβαρό που συνδέει τους δύο φίλους, ένα περιστατικό που συνέβη πριν από 40 χρόνια. Ένα μυστικό που ο Φελίτσε το κουβαλά βάρος στη συνείδησή του και θέλει να λυτρωθεί. Έτσι ο 55χρονος άνδρας, με τη βοήθεια του ιερέα που προσπαθεί να δημιουργήσει μια ασπίδα προστασίας γύρω του, θα καταφέρει να συναντήσει τον Ορέστε. Ο Φελίτσε του λέει πως σκοπεύει να παραμείνει στη Νάπολη αλλά ο Ορέστε τον συμβουλεύει να επιστρέψει στο Κάϊρο. Αλλά ο Φελίτσε έχει ήδη αγοράσει σπίτι και έχει δρομολογήσει την άφιξη της γυναίκας του. Από τη στιγμή εκείνη και μετά ο χρόνος αρχίζει να μετράει αντίστροφα.
Στην ταινία κυριαρχεί η πληθωρική παρουσία του Πιερφρανσέσκο Φαβίνο, η ερμηνεία του οποίου είναι καταλυτική. Με βλέμμα που δείχνει αγωνία, νοσταλγία, αναζήτηση και θλίψη, ο Φαβίνο περιφέρεται στους επικίνδυνους, όπως αποδεικνύεται, δρόμους της Νάπολης αναζητώντας τις ευτυχισμένες μέρες των παιδικών του χρόνων. Ο Μάριο Μαρτόνε εκμεταλλεύεται στο έπακρο την παρουσία του και μέσα από τη δύναμη του βλέμματός του οδηγεί εκ του ασφαλούς το θεατή στην κλιμάκωση της δράσης. Ο σκηνοθέτης κρατάει καλά φυλαγμένο το μυστικό του Φελίτσε και όσο η ταινία προχωρά όλο και περισσότερο αυξάνουν τα ερωτήματα. Κι όταν αυτό αποκαλύπτεται δημιουργεί έκπληξη και ταυτόχρονα εξηγεί πολλά από τα όσα έχουμε δει ως εκείνη τη στιγμή. Όπως το γιατί έφυγε στα 15 του χρόνια από τη Νάπολη. Χρησιμοποιώντας πολύ σωστά τα χρώματα στη φωτογραφία, μετατρέπει τα γήινα του παρόντος σε χρωματιστά και φωτεινά του παρελθόντος καθώς το παρόν εναλλάσσεται με το παρελθόν. Επίσης με ιδιαίτερη ζωντάνια αποτυπώνονται οι δρόμοι της Νάπολης, οι θόρυβοι και τα στενά σοκάκια όπου κινούνται οι ήρωες μας με έναν αδιόρατο κίνδυνο να ελλοχεύει διαρκώς. Ο Μαρτόνε επιχειρεί να αναδείξει τα προβλήματα που δημιουργεί η δράση της Μαφίας σε περιοχές της Κάτω Ιταλίας και τις δυσκολίες που έχει το ιταλικό κράτος για να την αντιμετωπίσει. Πρόκειται για ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα καθώς η εγκληματική οργάνωση έχει καταφέρει να ριζώσει μέσα στην κοινωνία γι’ αυτό και η καταπολέμησή της γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.
Το κοινωνικό δράμα του Μάριο Μαρτόνε είναι η «πιο ικανοποιητική ταινία των τελευταίων ετών» για τον ιταλό σκηνοθέτη σύμφωνα με τον Γκάι Λοτζ, κριτικό στο Βαριάετι. Μόνο που η επιτυχημένη σκηνοθεσία δεν μπορεί να κρύψει τα σεναριακά κενά, ιδίως όσον αφορά τους χαρακτήρες τις ενέργειες και τα κίνητρά τους. Έτσι μια ικανοποιητική ταινία σε γενικές γραμμές αδυνατεί να γίνει ακόμη καλύτερη ενώ έχει τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο.
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com