Επίσης από τις Κάννες, όπου έκανε την πρώτη επίσημη προβολή της (χωρίς ωστόσο να κερδίσει κάποιο βραβείο), έρχεται και η τελευταία ταινία του Ιταλού Μάριο Μαρτονε, ένα άλλο μελαγχολικό μα και πλούσιο σε εικόνες οδοιπορικό, αυτό στη Νάπολη. Παρακολουθούμε την πόλη μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που μια φορά κι έναν καιρό την ήξερε πολύ καλά αλλά αναγκάστηκε να την αφήσει πίσω του. Οι λόγοι για τους οποίους πήρε αυτή την απόφαση βρίσκονται καλά κρυμμένοι στο σενάριο του Μαρτόνε, τα θεμέλια του οποίου είναι γερά και από τα οποία δεν λείπουν τα φλας μπακ.
Στην καρδιά της ιστορίας βρίσκεται μια ρομαντική διάθεση, ο νόστος, η ανάγκη του κεντρικού ήρωα που υποδύεται ο εκφραστικός (όπως πάντα) Πιερφρανσέσκο Φαβίνο να περπατήσει ξανά τα σοκάκια της πόλης, να μυρίσει τα αρώματά της, να καθισει στα εστιατόρια της, να λουστεί από τον ήλιο της, να αναπνεύσει τον αέρα της. Και όντως, η ταινία παρακολουθεί από πολύ κοντά αυτό το οδοιπορικό καταφέρνοντας να αποφύγει την καρτποσταλική, τουριστική εικόνα και να μπει στην ουσία του πράγματος, του τι δηλαδή σημαίνουν όλα αυτά για τον άνθρωπο που τα βιώνει (αλλά και για μας που τον κατανοούμε βιώνοντας τα μαζί του).
Συγχρόνως όμως υπάρχει και το σκοτεινό κομμάτι της ιστορίας, που κατά προέκταση είναι το σκοτεινό κομμάτι της ίδιας της πόλης – όπως κάθε πόλης εξάλλου. Το έγκλημα. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους, ο Μαρτόνε μας δίνει αυτή την άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη της πόλης σε συνάρτηση με τον άνθρωπο, ένα ψυχογράφημα αμπαλαρισμένο με αγαπησιάρικες εικόνες που αποτυπώνουν την ατμόσφαιρα μιας πόλης που ο σκηνοθέτης προφανώς αγαπά (ο Μαρτόνε είναι ο ίδιος ναπολιτάνος) αλλά και που τον τρομάζει.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr