Στην Ισλανδία του 19ου αιώνα, ένας λουθηρανός ιερέας από τη Δανία αναλαμβάνει μια αποστολή επιμόρφωσης και καταγραφής. Ταξιδεύει στην Ισλανδία με σκοπό να επιβλέψει το χτίσιμο μιας νέας εκκλησίας, και παράλληλα καταγράφει τη ζωή του τόπου μέσα από εικόνες που παίρνει. Όμως το αφιλόξενο τοπίο κι η αδυναμία του να συνεννοηθεί με τους ντόπιους, θα δοκιμάσουν σκληρά την πίστη του. Στο πρώτο της μέρος η ταινία παίρνει όλο της χρόνο ώστε να καταγράψει το τοπίο αφήνοντάς μας να το βιώσουμε σα να επρόκειτο κι εμείς να αναμετρηθούμε μαζί του, πριν φέρει τον ιερέα εν μέσω μιας νέας (για εκείνον) κοινότητας που προκαλεί κάθε του κομμάτι πίστης, ηθικής και κοσμοθεωρίας.
Κάτι παραπάνω από απλός απόγονος του “Αγκίρε” του Χέρτσογκ ή των μπεργκμανικών του συνιστωσών, πρόκειται για ένα απίστευτης σκληρής ομορφιάς φιλμ πάνω στη σχέση του ανθρώπου με το τοπίο, πάνω στην αποικιοκρατία και στο πώς καταγράφεται (κι από ποιους, και με τι κριτήρια) η ίδια η ανθρώπινη Ιστορία, πάνω –τελικά– στον Χρόνο και στον Θάνατο. Σε όλη του τη διάρκεια, πρόσωπα και ιστορίες αποτυπώνονται ως μια στιγμή στο χρόνο (κυριολεκτικά κιόλας– χάρη σε πρωτόλειες φωτογραφικές μηχανές και της υπομονετικής διαδικασίας που απαιτούν), άνθρωποι και ζωντανά αντιμάχονται, αναμετρώνται και πεθαίνουν, ενώ γύρω τους βρυχάται ένας άγριος τόπος που μοιάζει αιώνιος. Τα πάντα μοιάζουν μικρά και τεράστια την ίδια στιγμή, λεπτομέρειες και κοσμογονίες μες στο ίδιο κάδρο.
Κάδρο τετράγωνο για την ακρίβεια, γεμάτο με τον Χρόνο και τον Τόπο, μες στο οποίο αποτυπώνονται και εξερευνώνται ανθρώπινες συμπεριφορές υπό ένα πρίσμα ηθικής, πίστης και ενστίκτου επιβίωσης, σε αντιπαραβολή με το μεγαλειώδες που τις περιβάλλει. Η πορεία του ιερέα είναι αργή, υποβλητική, αλλά και καθηλωτική ταυτόχρονα, καθώς ο ίδιος διαρκώς έρχεται αντιμέτωπος με αλήθειες, με ήθη, με ανθρώπους που δοκιμάζουν κάθε του όριο και προσχεδιασμένη ιδέα. Μπορεί ποτέ να είναι τελικά αυτός που θα πει την ιστορία αυτών των ανθρώπων; Αυτού του τόπου (ενός τόπου που μοιάζει ακόμα κι αυτός σε αγώνα καθορισμού ταυτότητας κατά τη διάρκεια της ταινίας); Μπορεί κανείς; Μπορεί να επιβάλει τη δική του; Σταδιακά, η περιπέτεια ενός ανθρώπου αφομοιώνεται από την περιπέτεια της ύπαρξης.
Σε σκηνοθεσία Χλίνουρ Πάλμασον του “Μια Λευκή, Λευκή Μέρα” (από τις καλύτερές μας ταινίες του 2020), η “Χώρα του Θεού” τον επιβεβαιώνει ως ένα από τα πιο σημαντικά ανερχόμενα ονόματα του ευρωπαϊκού σινεμά. Μια ταινία που προβλήθηκε μεν στις Κάννες αλλά όχι στο επίσημο διαγωνιστικό, κερδίζοντας τον ανεπίσημο τίτλο της ταινίας του ‘22 για την οποία οι περισσότεροι απόρησαν «μα καλά, πώς γίνεται αυτό να μην ήταν στο διαγωνιστικό;». Η επόμενη ταινία του Πάλμασον θα είναι.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr