Στο τέλος του 19ου αιώνα ένας νεαρός Δανός ιερέας ταξιδεύει σε μια απομακρυσμένη περιοχή της Ισλανδίας, τότε τμήμα της Δανίας, με στόχο να χτίσει μια εκκλησία αλλά και να απαθανατίσει φωτογραφικά τους κατοίκους της για πρώτη φορά...
Ενώ πρόκειται για ένα εικαστικό αριστούργημα σε τετράγωνο κάδρο, με εξαιρετικής αισθητικής πλάνα της άγριας φύσης της απόκοσμης Ισλανδίας, εντούτοις αυτό δεν αντανακλάται και στο περιεχόμενο. Ο θεατής μαγνητίζεται από την εικόνα, θαυμάζει την ομορφιά και τη σκληρότητα του τοπίου, αλλά το σενάριο δεν έχει βάθος. Τραβάει σε μάκρος χωρίς λόγο και δεν έχει τη δυναμική της εικόνας. Στη «Χώρα του Θεού» δεν υπάρχει βάθος στους χαρακτήρες, δεν φαίνεται πουθενά η εσωτερική σύγκρουση που περιγράφεται, ούτε η αλλαγή του κεντρικού ήρωα. Ισως φταίει η πλήρης νωθρότητα που επέλεξε ο σκηνοθέτης για την ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου της ταινίας. Είναι λες και αφήνεται να παρασυρθεί από τα γεγονότα, δεν τα ορίζει, δεν καταφέρνει να έρθει σε πραγματική επαφή με τους κατοίκους του αφιλόξενου τόπου, είναι και ο ίδιος ένας εισβολέας που θεωρεί ότι η παρουσία του και μόνο αρκεί ώστε να τους επιβληθεί. Από την ταινία κρατάμε το όνομα της φωτογράφου, Μαρία φον Χάουσβολφ. Αρκεί.
Παυλίνα Αγαλιανού
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα rizospastis.gr