Μενού

ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, Η - Νίνος Φένεκ Μικελίδης

Με τη θρησκεία και την τυφλή πίστη, τον αγώνα επιβίωση και την αποικιοκρατία, μέσα από τον γολγοθά ενός νεαρού ευαγγελιστή ιερέα που, προς το τέλος του 19ο αιώνα, στέλνεται από τη Δανία να στήσει, πριν αρχίζει να χειμωνιάζει, μια εκκλησία στο πιο απόμερο μέρος της Ισλανδίας (αποικίας τότε της Δανίας), και με φόντο τα εκπληκτικής ομορφιάς τοπία της χώρας, καταπιάνεται στην ταινία του αυτή ο Δανός σκηνοθέτης Χλίνουρ Πάλμασον, που το 2019 μας είχε εντυπωσιάσει στις Κάννες με την προηγούμενη, πρώτη ταινία του, «Μια λευκή, λευκή μέρα».

1764 1

Από τις πρώτες κιόλας σκηνές, με τον νεαρό ιερέα, Λούκας (ένας πολύ καλός Έλιοτ Κρόσετ Χόβε), να διασχίζει τα θαυμάσια φωτογραφημένα, εντυπωσιακής ομορφιάς, τοπία της Ισλανδίας (αχανείς χωρίς καμία βλάστηση, εκτάσεις, ποτάμια και χιονισμένα βουνά, ηφαιστειακές εκρήξεις, χωρίς να ξεχνάμε και τον ήλιο του μεσονυκτίου), ο Λούκας φέρνει στο νου ένα παρόμοιο εφημέριο της επαρχίας στην ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν, που καταφθάνει σε ένα παρόμοιο εχθρικό μέρος, όπως και ο Λούκας.

Μόνο που εδώ, ο Λούκας έχει να αντιμετωπίσει και μια ομάδα ανθρώπων που τον βλέπουν και ως εκπρόσωπο της αποικιοκρατικής χώρας που θέλει να τους επιβάλει τη δική της θρησκεία. Η διαφορετική θρησκεία, η διαφορετική γλώσσα και ένας καθόλου φιλικός μεταφραστής, μαζί με μια άγρια, αφιλόξενη φύση, θα οδηγήσουν σταδιακά τον Λούκας σε αδιέξοδα και αβεβαιότητα και, τελικά, σε αμφισβήτηση της πίστης του.

1764 2

Δεν είναι μόνο το θέμα, που θυμίζει την ταινία του Μπρεσόν. Η όλη σκηνοθετική αντιμετώπιση, τα λιτά, στημένα με αυστηρότητα, πλάνα, ο αργός ρυθμός, έχουν κάτι από το στιλ του Γάλλου δημιουργού, και μια ατμόσφαιρα που ταιριάζει τέλεια στην ιστορία που αφηγείται ο Πάλμασον. Με μια αφήγηση που σταδιακά, και με το δικό της τρόπο, σε καθηλώνει στη θέση σου, που σε εντυπωσιάζει με την ομορφιά, μαζί και την αγριάδα, της φύσης, χώροι και τοπία που φωτογραφίζει με μια κάμερα, που χρησιμοποιούσαν τον 19ο οι φωτογράφοι, ο ερασιτέχνης φωτογράφος Λούκας (εμπνευσμένα από φωτογραφίες που τράβηξε τον 19ο αιώνα ένας πραγματικός ιερέας και από τα οποία εμπνέεται ο Πάλμασον και η διευθύντρια φωτογραφίας Μαρία φον Χάουσβολφ). Αφήγηση που κορυφώνεται στο δεύτερο μέρος της ταινίας, με τις συγκρούσεις που αρχίζουν ανάμεσα στον Λούκας και τους κατοίκους του χωριού, δοσμένες άλλοτε με δεξιοτεχνία (όπως το 360° πανοραμίκ στη διάρκεια ενός γλεντιού που γίνεται στο χωριό), και άλλοτε με οικονομία, ανάμεσά τους και τους τρεις φόνους που ο Πάλμασον, εκμεταλλευόμενος πάντα την παρουσία της φυσης, στήνει με τρόπο εξαιρετικό.

Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr

Smart Search Module