Πρόκειται για μια αμερικανική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Ντάρεν Αρονόφσκι και σενάριο Σάμιουελ Ντ. Χάντερ, βασισμένο στο δικό του ομότιτλο θεατρικό έργο του 2012, το οποίο και καθορίζεται δραματουργικά μέσα από συν-βολικές αναφορές στο διάσημο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ “Μόμπι Ντικ”.
Δηλαδή στην ταινία αυτή ο Ντάρεν Αρνόφσκι δεν είναι τόσο ο “δημιουργός” της, όσο αυτός που ανέλαβε να διακπεραιώσει σκηνοθετικά (αρκετά επιτυχημένα ομολογουμένως) την κινηματογραφική της μεταφορά. Όσο για το σκηνοθετικό του στίγμα, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δεν νομίζω πως θα το αναγνώριζε κανείς σε αυτήν την ταινία, αν δεν υπήρχε η υπογραφή του. Οπότε δεν καταλαβαίνω πώς κάποιοι ανακαλύπτουν «ορισμένες από τις γνωστές σταθερές του» -παρεκτός κι αν πρόκειται, εν προκειμένω, για κάποιες αφηγηματικές “νησίδες” που τον προσέλκυσαν ώστε να αναλάβει τούτη την σκηνοθεσία. Αλλά βασικά το στόρι, οι χαρακτήρες και οι βασικές, δραματικές σημασιοδοτήσεις... δεν προκύπτει από πουθενά ότι τα “σμιλεύει” μια δραστική δική του παρέμβαση, με δική του επιλογή, αλλά μάλλον μια προσαρμογή σε αυτά τα σεναριακά / θεατρικά δεδομένα.
Και βέβαια, το μεγάλο ατού της ταινίας είναι ο πρωταγωνιστής Brendan Fraser στο ρόλο του παχύσαρκου Τσάρλι (με έντεχνα καλυμένα τα προσθετικά “εμφανούς” νοσηρής παχυσαρκίας) του οποίου επιδεικνύει κάθε τόσο τα έντονα σωματικά προβλήματα, καρδιακά, αναπνευστικά, κινητικά, σε μια προδιεγραμμένη πορεία ολίγων ημερών προς το θάνατο. Ένα ρόλο “ανθρώπινης φάλαινας” τόσο αβανταδόρικο που σίγουρα αποτελεί το κέντρο “βάρους” της ταινίας -με σοβαρές αξιώσεις οσκαρικής βράβευσης.
Ωστόσο η θεατρική δομή αυτού του δράματος παραμένει εκεί, σταθερή στο “εσωτερικό”: στον σκηνικό χώρο που διαμένει καθηλωμένος ο Τσάρλι και όπου κάνουν τις “εισόδους” και τις “εξόδους” τους τα άλλα πρόσωπα. Και ο συγγραφέας του, που μόνος έγραψε και το σενάριο, δεν επέτρεψε “ανοίγματα” στο χρόνο, αλλά και σε άλλο το χώρο, μέσα από flashback αναδρομικών αφηγήσεων -παρά μόνο κάποιες φλασιές αναμνήσεων που φαίνεται να ξυπνούν στο βλέμμα κάποιες παλιές φωτογραφίες.
Αα... Διάβασα κάπου τυχαία ότι «τελικά ο Αρνόφσκι είναι χοντροφοβικός»! Εντάξει, αλλά στην προκειμένη περίπτωση: ποιος είναι ο χοντρός; Εγώ (για να είμαι “πολιτικώς ορθός”) δεν είδα κανέναν χοντρό.
Σωτήρης Ζήκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinephilia.gr