Ο Παμφίρ επιστρέφει στο χωριό του και στην οικογένειά του, ύστερα από ένα διάστημα (αισθητής) απουσίας για δουλειά στα ξένα. Σαν αντίδραση, για να τον κρατήσει στα μέρη τους, ο έφηβος γιος του βάζει φωτιά στην εκκλησία, υποχρεώνοντας τον πατέρα να στραφεί ξανά στο λαθρεμπόριο, ώστε να ξεπληρώσει το λάθος του αγοριού.
Μετά από μία πληθώρα ταινιών μικρού μήκους, ο Ουκρανός Ντμιτρό Σουκχολίτκι-Σομπτσούκ υπογράφει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στη μυθοπλασία, σίγουρα χωρίς να έχει να προτείνει κάτι το ουσιαστικό φιλμικά (και ακόμη περισσότερο σεναριακά), με τον «Όρκο του Παμφίρ» να φαντάζει σαν ένα είδος «διαβατηρίου» για μελλοντικές φεστιβαλικές συμμετοχές και «showreel» προς Ευρωπαίους παραγωγούς που θα χρηματοδοτήσουν (ή θα εκμεταλλευτούν, μεταξύ μας…) επόμενα projects του (τουλάχιστον) για όσο διαρκεί ο πόλεμος και το σχετικό κύμα συμπαράστασης προς τη χώρα του.
Η ταινία μαστίζεται από την κατάρα του φεστιβαλικού «genre»: δεν αφορά. Κυρίως γιατί ο Σουκχολίτκι-Σομπτσούκ πάσχει στον τομέα του storytelling. Βουτά τον θεατή σ’ ένα εντελώς ξένο και άγνωστο περιβάλλον, ποτέ δεν προσπαθεί να πλησιάσει (και να σχηματίσει) χαρακτήρες, κινείται σ’ ένα παντοτινά ασαφές πεδίο δράσης και σαν πρώτο του μέλημα έχει τον (όποιο) εντυπωσιασμό στην εικόνα του κάδρου του (και κάποια πραγματικά ανέμπνευστα κι ανώφελα μακρά μονοπλάνα), καταλήγοντας να παρακολουθούμε περισσότερο ένα έργο… του διευθυντή φωτογραφίας (ο Νικίτα Κουζμένκο, έστω, βγαίνει ασπροπρόσωπος), παρά μια σκηνοθετική πρόταση δημιουργού.
Το σενάριο στήνεται επάνω σε δραματικές προφάσεις, οι οποίες οδηγούν σε προβλέψιμες «ανατροπές». Η υπόσχεση του κεντρικού ήρωα καταπατείται μπρος στις οικογενειακές υποχρεώσεις, που τον οδηγούν στην παρανομία μέσω της μεταφοράς λαθραίων προς ή από τα ρουμανικά σύνορα, ενίοτε θέτοντας σε κίνδυνο και τις ζωές συγγενικών του μελών. Ο ρόλος των γονιών του Παμφίρ είναι αδικαιολόγητα διακοσμητικός (ειδικά όσον αφορά την παρουσία του πατέρα του, με ον οποίο βρίσκεται σε πολύχρονη διάσταση διότι κάποτε… του έβγαλε το μάτι!), αν και σχετίζεται αρκετά με το background της στροφής του στην παρανομία. Η ασάφεια καλύπτει και όλο το κοινωνικό πλαίσιο του χωριού, όπου η διαφθορά των Αρχών είναι δεδομένη, όμως, ο Σουκχολίτκι-Σομπτσούκ ολοφάνερα διστάζει ν’ ακουμπήσει θεσμούς, κάνοντας ένα άμεσο πολιτικό σχόλιο.
Δίχως την απαραίτητη εμβάθυνση που θα μας έκανε να αισθανθούμε κάτι γι’ αυτό που βλέπουμε, ο σκηνοθέτης επιλέγει να τα παίξει όλα σε μια κορύφωση δραματικής έντασης που συντροφεύεται από ένα τοπικό παγανιστικό καρναβάλι (ναι, υπάρχουν κάποιες ωραίες εικόνες…), το οποίο δεν έχει να προσθέσει στο φιλμ τίποτε περισσότερο από μια προφανή δόση couleur locale. Χωρίς να είναι κακό σινεμά, ο «Όρκος του Παμφίρ» δείχνει ανώδυνος και ανούσιος. Κι αυτό μερικές φορές καταντά χειρότερο, στο πλαίσιο της κινηματογραφικής εμπειρίας…
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr