Στη Ρώμη του δέκατου έβδομου αιώνα, η «Σκιά» (Louis Garrel), ένας μυστικός πράκτορας του Βατικανού, ερευνά τη ζωή και τα έργα του ζωγράφου Michelangelo Merisi -γνωστού ως Caravaggio (Riccardo Scamarcio)-, ο οποίος έχει καταδικαστεί σε θανατική ποινή για διάπραξη φόνου. Η «Σκιά» οφείλει να αξιολογήσει αν θα του χορηγηθεί ή όχι η χάρη που ζήτησαν έντονα οι οικογένειες ευγενών που προστατεύουν τον ζωγράφο, και ιδίως η μαρκησία Costanza Colonna (Isabelle Huppert). Η τέχνη του αναγνωρίζεται από όλους, η «απερίσκεπτη» ζωή του θεωρείται αμαρτωλή, αλλά μέχρι ενός σημείου ανεκτή. Αυτό που δεν συγχωρείται είναι ότι δεν θέλει να συμμορφωθεί με τους κανόνες της Ιερής Τέχνης, που αποφάσισε η σύνοδος του Τρεντ, αλλά θέλει να την αναστατώνει στο όνομα της αλήθειας. Η «Σκιά» διενεργεί μια σχολαστική έρευνα, ανακρίνοντας όλους όσους είχαν σχέσεις με τον καλλιτέχνη: φίλους, συναδέλφους, καρδινάλιους, ευγενείς, μερικές φορές χρησιμοποιώντας απειλές και βασανιστήρια…
Στη 14η ταινία του, «Στη Σκιά του Καραβάτζιο», ο ιταλός σκηνοθέτης Michele Placido κάνει χρήση της διερευνητικής σκοπιμότητας για να ξεκινήσει από την αρχή του τέλους της ιστορίας -την προσδοκία της χάρης- και να παρακολουθήσει με αναδρομές τα κύρια επεισόδια στον πολυκύμαντο και τυραννισμένο βίο του Caravaggio.
Η αφηγηματική δομή ακολουθεί τη έρευνα της «Σκιάς» μέσα από πολυάριθμες μαρτυρίες -με τρόπο που φέρνει στον νου τον «Πολίτη Κέιν» του Orson Welles- για να φωτίσει τη ζωή και τον θάνατο μίας από τις πιο αντιπροσωπευτικές και συζητημένες μορφές του πολιτισμού μας, ενός από τους χαρακτήρες που πρώτος -και με τη μεγαλύτερη λαϊκή αναγνώριση- ενσάρκωσε το στερεότυπο της «ιδιοφυΐας και της απερισκεψίας».
Υπό αυτή την έννοια, ο τίτλος της ταινίας αποκτά διπλό νόημα, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τις σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητας του Caravaggio, αλλά και την εμμονική προσπάθεια του παπικού απεσταλμένου να συλλάβει -σωματικά και πνευματικά- την ουσία ενός χαρακτήρα άπιαστου από τη φύση του, που ξέφυγε από τις ηθικές αξίες της εποχής του, ενώνοντας το υψηλό με το απόβλητο, αναζητώντας μέσα στην αθλιότητα αυτούς που -κατά την άποψη του- άξιζαν περισσότερο να γίνουν η εικόνα της «αγιότητας»: τους ζητιάνους, τους αλήτες, τους κλέφτες και τις πόρνες.
«Ψάχνω την αλήθεια», επέμεινε ο ζωγράφος, και ο Placido θέλει να κάνει το ίδιο με την ταινία του: απεικονίζει τους βρώμικους δρόμους, το αίμα και τον ιδρώτα, τους λούμπεν που εμφανίστηκαν στους καμβάδες του καλλιτέχνη. Το θέαμα είναι συναρπαστικό, φτιαγμένο με πραγματικό πάθος για το θέμα και για τον χαρακτήρα. Ωστόσο η σκιαγράφηση του ζωγράφου γίνεται με κάπως αγιογραφικό τρόπο, καθώς του αποδίδονται πάντα ευγενή συναισθήματα και προθέσεις, ενώ και το μήνυμα για την καλλιτεχνική ελευθερία επαναλαμβάνεται στα όρια του διδακτισμού.
Ο έξοχος Louis Garrel ενσαρκώνει τον ψυχρό, μικρόψυχο, αποστασιοποιημένο και φανατικά θρησκευόμενο πράκτορα του πάπα, που περιφρονεί τον ζωγράφο για την ακόλαστη ζωή του αλλά θαυμάζει την τέχνη του. Ο ανεξιχνίαστος χαρακτήρας του, η αμφιθυμία του και τα τελικά του δάκρυα οδηγούν τον θεατή να ανακαλύψει μια αντιφατική και μοναχική φιγούρα.
Από τη πλευρά του ο Riccardo Scamarcio δίνει μια σαρωτική ερμηνεία αναδεικνύοντας με ασίγαστη ένταση την παραβατική σαρκικότητα, το φλογερό πάθος, το αυθεντικό ταπεραμέντο και την επιθυμία για πρόκληση του Caravaggio. Είναι ο καταραμένος, χαρισματικός, μισητός και αγαπημένος καλλιτέχνης με την άσβεστη επιθυμία να σπάσει κάθε μοτίβο και κάθε κομφορμισμό, θυμίζοντας θρύλους της ροκ, όπως ο Jim Morrison.
Η μαγευτική φωτογραφία του Michele D’Attanasio, με τους εσωτερικούς χώρους υπό το φως των κεριών και τις σκιές να σέρνονται πάνω από τα πρόσωπα και τα αντικείμενα, αξιοποιεί στο έπακρο την εξαιρετική δουλειά σκηνογραφίας και κοστουμιών (των Tonino Zera και Carlo Poggioli αντίστοιχα), δημιουργώντας μια εικαστική σύνθεση της ζωγραφικής του Caravaggio και της κινηματογραφικής αισθητικής.
Ο Caravaggio ήθελε να φέρει το θείο πιο κοντά στο ανθρώπινο, κάτι που τον έβαλε στο στόχαστρο του Βατικανού. Η ζωή του ήταν μια διαρκής και εντατική προετοιμασία για τον θάνατο. Προκαλούσε τον θάνατο, έπαιζε μαζί του. Αγάπησε καθετί κορεσμένο από βία, οργή, χρώμα, έρωτα. Στον επίλογο ακούγεται το εμβληματικό «Amor vincit omnia», η ρήση του λατίνου ποιητή Βιργίλιου που ενέπνευσε και τον ομώνυμο επαναστατικό πίνακα του λομβαρδού ζωγράφου.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr