Μενού

ΜΕΝΟΥ, ΤΟ - Κώστας Καρδερίνης

Ποιος είν’ αυτός ο Μάιλοντ, θ’ αναρωτιέστε, που οδήγησε σε νέα ύψη κοτζάμ Ρέιφ Φάινς; Ο κινηματογραφικός του «τιμοκατάλογος» περιλαμβάνει έναν Σάσα Μπάρον Κόεν (Ο Άλι Τζι στη Βουλή, 2002), έναν Ρόμπιν Ουίλιαμς συν αυτώ (Ο ασφαλιστής το πτώμα και 2 δολοφόνοι, 2005) και κατόπιν την καλλιτεχνική μετανάστευση του σκηνοθέτη στις ΗΠ (20 υποψήφιοι γαμπροί, 2011).

Τηλεοπτικά όμως ο πήχης ολοένα και ανέβαινε έχοντας χτυπήσει ήδη χάι σκορ (Παιχνίδι του στέμματοςΗ κουστωδία). Αυτά ακριβώς τα πλεονεκτήματά του εκμεταλλεύτηκε στο Μενού. Ότι χειρίζεται με μαεστρία τους κλειστούς χώρους, ότι έχει γυναίκα-συνεργάτιδα-ενδυματολόγο την Έιμι Γουέστκοτ (Το μενού20 υποψήφιοι γαμπροίΗ κουστωδία), ότι έκανε περιοδεία το φλεγματικό μαύρο χιούμορ του σε όλον τον κόσμο (βλέπε χώρες συμπαραγωγής των πρώτων ταινιών του) για να καταφέρει τελικά να το εισάγει επιτυχώς στα μεγάλα αμερικανικά σαλόνια.

1688 2

Η ενορχήστρωση του καστ είναι τέλεια ώστε να στριφογυρίζει γύρω από τον Ρέιφ / σαλεμένο σεφ. Ο έτερος διπλός πόλος, η «παρείσακτη» φιγούρα της Άνια Τέιλορ-Τζόι (Μαργκό ή μη Μαργκό), αναδύεται σταδιακά, διαχειρίζεται υπέροχα τους κώδικες αναγνώρισης (αδελφής ψυχής, αλά αρχαία τραγωδία) και μονομαχίας (ξεσπαθώνει-ξεσπαθώνει), το δράμα κορυφώνεται και το πλαίσιο σοβαροφάνειας / καθωσπρεπισμού / εστετισμού σταδιακά κατατροπώνεται και γίνεται παρανάλωμα, θυσία στον βωμό της απελευθέρωσης.

Τι παριστάνει όμως ο Ρέιφ Φάινς σ’ αυτήν την ταινία; Γιατί δέχτηκε να την κάνει και να προκαλεί τώρα τους σινεφίλ και τους φαν, πατώντας μια στον Χάνιμπαλ-Χόπκινς (αμέρικαν στάιλ να’ούμ με sic Κλαρίς-Μαργκό) και δυο στον Γκρίναγουέη (Ο μάγειρας, ο κλέφτης, η γυναίκα του κι ο εραστής της);;; Τι θέλει να μας πει ο ποιητής / αποποιητής; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που με βασάνιζε όσο απολάμβανα όλο αυτό το υπερθέαμα που εσκεμμένα τον περιβάλλει. Δίνω αμέσως απάντηση που μου ’ρθε κατακούτελα. Εικάζω και μετεικάζω.

1688 5

Ο γκουρμές αρχιμάγειρας που χαμογελάει μόνο στην πρώτη του δημόσια φωτογραφία είναι παραβολικό κάτοπτρο του ιδίου. Όλο το φιλμ είναι αλληγορία, αισώπειος μύθος, παραβολή. Παραβάλλει τον χώρο της υψηλής γαστρονομίας με το δικό του συνάφι. Τα χώνει στους ομότεχνους, στους δήθεν, στους έτσι και στους κολλητούς, αυτοαναφλέγεται από οργή και θυμό για όλα αυτά που θυσίασε για να φτάσει τώρα να απευθύνεται σε τεμέκ «ψαγμένους» που έχουν γενική αμνησία και δεν καταλαβαίνουν που πατάν και που πηγαίνουν. Κι ανάμεσά τους μια «απόβλητη», ένας ανώνυμος τσόγλανος ταπεινός θεατής, που κάτι μπορεί να πήρε πρέφα. Μια αχτίδα ότι δεν παίζουμε στον βρόντο.

Ο τρίτος άνθρωπος σ’ αυτό το παιχνίδι του πανκ ξεμπροστιάσματος είναι ένας μπάσος σαξοφωνίστας Κόλιν Στέτσον. Έγραψε και μαγείρεψε με νου και γνώση το πιο αθόρυβο και υπαινικτικό σάουντρακ, αυτό που το ακούς σα να μην υπάρχει, αλλά υπάρχει για να δένει Το μενού. Βλέπω και ακούω έναν άνθρωπο τρομερά ανήσυχο, τρομερά αθόρυβο και αυτοσχέδια θορυβώδη συνάμα. Έναν μουσικοσυνθέτη που ξέχασε όλα όσα έμαθε με υποτροφίες και αριστεία για να κάνει την δική του επανάστα (μια ματιά στο περί αυτού λήμμα στην βικιπέδεια θα σας πείσει κι εσάς).

Κώστας Καρδερίνης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress.com

Smart Search Module