Οι έρευνες γύρω από τα αίτια της δολοφονίας ενός μετανάστη, που επέστρεψε στο χωριό του για να φονευτεί από τη γυναίκα του και τον εραστή της.
Ταινία-σταθμός για τον κινηματογράφο μας, που αποκάλυψε την έλευση αυτού που ονομάστηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Ενός κινηματογράφου ανεξάρτητου, όπου ο σκηνοθέτης είχε τον πρώτο λόγο (αντί του παραγωγού), όπου οι ηθοποιοί ήταν ελάχιστα ή καθόλου γνωστοί και όπου η θεματολογία είχε μία σημαίνουσα διάσταση, μεταφέροντας έναν έντονο πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό στον θεατή. Επιπλέον, είναι μία ταινία ασπρόμαυρη, γυρισμένη σε μια εποχή κατά την οποία οι παραγωγές ήταν έγχρωμες, που επέβαλε διεθνώς τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ως τον κατ’ εξοχήν δημιουργό του σύγχρονου (τότε) ελληνικού κινηματογράφου.
Τόπος δράσης η Τυμφαία, ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, με 85 κατοίκους – κατ’ επέκταση, η αγροτική Ελλάδα, η εγκαταλειμμένη και ερημωμένη από τη μετανάστευση, η ρημαγμένη από τη φτώχεια και την ανέχεια. Σ’ αυτήν επιστρέφει από τη Γερμανία ένας ξενιτεμένος (Μιχάλης Φωτόπουλος), αλλά αντί για αγάπη και θαλπωρή συναντά την έχθρα και τον θάνατο. Δολοφονείται από τη γυναίκα του (Τούλα Σταθοπούλου) και τον εραστή της (Γιάννης Τότσικας), το πτώμα του θάβεται και η εξαφάνισή του ενεργοποιεί την Αστυνομία.
Ιστορία απλή. Θα μπορούσε να είχε αντληθεί από τα χρονικά του οίκου των Ατρειδών, αλλά είναι βγαλμένη από το αστυνομικό δελτίο. Ο Αγγελόπουλος την ξεκινά στο παρόν, κάνει ένα άλμα και την συνεχίζει σε χρόνο ενεστώτα και χρόνο παρελθόντα. Οι Αρχές ερευνούν το έγκλημα, οι δράστες εκθέτουν όσα συνέβησαν, αλλά τον φόνο δεν τον βλέπουμε. Βλέπουμε τη μεταφορά του πτώματος μέσα στη νύχτα και την ταφή του σ’ ένα χωράφι. Βλέπουμε την καθημερινότητα μιας σερβιτόρας κι ενός αγροφύλακα, καθώς και τις δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού. Και παρακολουθούμε τις συνεντεύξεις ενός κινηματογραφικού συνεργείου, στο οποίο μετέχει ο Αγγελόπουλος (δεν κατονομάζεται, όμως). Δεν βλέπουμε κάτι σημαντικό, αλλά και τίποτα το ασήμαντο.
Ο ρεαλισμός κυριαρχεί. Μαζί και η μουντάδα του τοπίου, μακριά από το γαλάζιο της θάλασσας και το φως του Αιγαίου. Η κάμερα ακολουθεί τους ανθρώπους, αποτυπώνει τον βαθμό μηδέν της κοινωνικής ζωής και της ανθρώπινης ύπαρξης – στους δρόμους, τα σπίτια, το καφενείο, τους ανοιχτούς χώρους. Κι η αναπαράσταση; Οι Αρχές την σχεδιάζουν, αλλά δεν την πραγματοποιούν. Ούτε η ταινία την δείχνει.
Ως μέλος του συνεργείου που ερευνά την υπόθεση, ο Αγγελόπουλος θέλει να μάθει για το χωριό και τους κατοίκους του. Προσπαθεί να συλλάβει την αληθινή διάσταση του συμβάντος, για να την μεταδώσει, αλλά αυτή μοιάζει να διαφεύγει. Ο Αγγελόπουλος-σκηνοθέτης της Αναπαράστασης, πάλι, μέσα από τις σιωπές, τους νεκρούς χρόνους και την αποστασιοποιημένη γραφή, στοχάζεται πάνω στη σχέση κινηματογράφου και πραγματικότητας, χωρίς να καταφεύγει στη ρητορική του συμβατικού δράματος και της συναισθηματικής φόρτισης.
Δημήτρης Κολιοδήμος
Το κείμενο δημιοεύτηκε στο βιβλίο του Δημήτρη Κολιοδήμου
"101 ελληνικές ταινίες που πρέπει να τις δεις πριν πεθάνεις"
(εκδόσεις ΟΞΥ, Αθήνα 2023