Η εντεκάχρονη Σόφη βρίσκεται σε διακοπές με τον πατέρα της Καλούμ κάπου στην Τουρκία. Είναι οι πρώτες διακοπές της με τον πατέρα της, μετά τον χωρισμό με την μητέρα της. Όλα κυλούν ευχάριστα, η Σοφί το διασκεδάζει, με τον πατέρα της να δείχνει πως κι αυτός το απολαμβάνει. Μέχρι που μια νύχτα, φορτισμένος αρνητικά από μύριες σκέψεις, φεύγει κλειδώνοντας το δωμάτιο πίσω του, αφήνοντας την μικρή απέξω, αφού εκείνη την ώρα η Σόφη βρισκόταν με συνομηλίκους της στην ντίσκο. Παρόλα αυτά το περιστατικό δεν δείχνει να επηρεάζει το συνολικό όμορφο κλίμα ανάμεσά τους. Η αφήγηση γίνεται από την ίδια τη Σόφη, προφανώς αρκετά χρόνια αργότερα, σε μια μορφή αναπόλησης του παρελθόντος μιας κρίσιμης περιόδου της ζωής της, εφηβεία και χωρισμός των γονιών της. Η Σαρλότ Γουέλς στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της χρησιμοποιεί στην ουσία την προσωπική εμπειρία της, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα ενδιαφέροντος για τον θεατή. Την ταινία διατρέχει η αίσθηση ενός ελλοχεύοντος κινδύνου, κάτι σαν μια βραδυφλεγής βόμβα, που αναμένεις να σκάσει και ωστόσο δεν σκάει ποτέ.
Παρόλα αυτά υπάρχουν πολλά άρρητα πράγματα που, υπονοούνται μέσα από το πλαίσιο των εικόνων, γεμίζοντας την αφήγηση και κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή, δημιουργώντας μιαν ιδιότυπη εγρήγορση της σκέψης αναμεμιγμένης με συναίσθημα. Πρόκειται για μια τρυφερή ιστορία αναπόλησης της παιδικής ηλικίας, στο μεταίχμιο με την εφηβεία και όλα όσα αυτή κουβαλάει, συνεπικουρούμενη από τον χωρισμό των γονιών. Την ίδια στιγμή έχουμε στο κάδρο και τους ενήλικες, όπως ο πατέρας, αλλά και της μητέρας, έστω κι αν η παρουσία της περιορίζεται σε ένα τηλεφώνημα.
Ο πατέρας δείχνει να έχει τους δικούς του δαίμονες, τις ενοχές των επιλογών του, το ανεξήγητο των χωρισμών για μικρά παιδιά, την αμηχανία της πατρότητας σε συνευρέσεις όπως οι διακοπές, αλλά και τα αναπόφευκτα σύμφυτα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι πολλά τα άφατα της ταινίας που, περιδινούν τον θεατή, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο, με τη δική του πραγματικότητα, ως μέρος μιας κοινωνίας που, δεν έχει λύσει ακόμη ζητήματα, θεσμών όπως η οικογένεια με τον συνεχή εκφυλισμό της ή αλλιώς μετάλλαξης. Εντούτοις τα παιδιά εξακολουθούν να θεωρούν έλλειμμα τον χωρισμό των γονιών τους, τόσο συναισθηματικά, όσο και πρακτικά στα της καθημερινότητας. Στο κάδρο έχουμε το φαινόμενο των διακοπών, ως κάτι το οργανωμένο, με τους τουρίστες σε «all inclusive» πακέτα με το βραχιολάκι, κάτι που τελικά προσωπικά μου δημιουργούν θλίψη και συμπόνια, όχι μόνο για τους δρώντες, αλλά και για τους θεατές.
Και κάτι για τον τόπο, ως καθαυτό, αλλά και σύνδεση με πρόσωπα και καταστάσεις. «Στο Εδιμβούργο αισθανόμουν πάντα ξένος » δηλώνει ο πατέρας. Γιατί άραγε, να φταίει ο τόπος ή οι άνθρωποι ή οι καταστάσεις; Οι τόποι όμως δεν είναι μόνο καρποστάλ τοπίο, είναι και οι άνθρωποι .Σε κάθε περίπτωση μια μινιμαλιστική αφήγηση που, καταφέρνει να αφήσει να εννοηθούν πολύ περισσότερα απ’ όσα οι εικόνες δηλώνουν. Τρυφερή, μελαγχολική, νοσταλγική για την αφηγούμενη, αλλά και για τον θεατή. Εξάλλου αυτή είναι η περιουσία του καθένα μας, οι νοσταλγικές μνήμες, μιας παιδικότητας που δεν γνωρίζει επιστροφή. Με την εξαιρετική υποκριτική συνδρομή της μικρής Φράνκι Κόριο και του τηλεοπτικού αστέρα Πολ Μεσκάλ.
Γιάννης Γκακίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress