Ένας ξυλουργός, συντετριμμένος από τον πρόωρο χαμό του γιου του, μέσα στη μέθη και την απόγνωση, σκαλίζει το ομοίωμα ενός μικρού παιδιού σε ξύλο, το οποίο ξαφνικά αποκτά ζωή με τη βοήθεια των πνευμάτων του δάσους, που θέλουν να δουν τον άτυχο γονιό ευτυχισμένο και πάλι. Μαζί με έναν μικρό, παραμυθά γρύλο που ζει κυριολεκτικά μέσα στην ξύλινη κουφάλα που έχει για καρδιά, η αδέξια και απόκοσμη αυτή μαριονέτα θα ξεκινήσει ένα ταξίδι προσωπικής ενηλικίωσης, ανακαλύπτοντας τα θαύματα αλλά και τους πόνους, τη μαγεία αλλά και την κακία αυτού του κόσμου, πριν καταλήξει σοφότερη (και με μεγαλύτερη επίγνωση της θνητότητας) πίσω στη ζεστασιά και την αγκαλιά των αγαπημένων του.
Θα αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης (έστω και αδιαμφισβήτητα προικισμένος) να εξάψει την φαντασία και το ενδιαφέρον του μικρού, αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας, κοινού γύρω από ένα κλασικό ιταλικό παραμύθι, το οποίο έχει αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης και καλλιτεχνικής αναπροσαρμογής σχεδόν μια φορά σε κάθε δεκαετία της κινηματογραφικής του πορείας. Ιδίως, μάλιστα, όταν την ίδια χρονιά έχει κυκλοφορήσει ένα πλήρως αποτυχημένο ημί-live action ριμέικ της ντισνεϊκής εκδοχής. Κι όμως, ήδη από την εναρκτήρια, δυσβάσταχτη συναισθηματικά σκηνή, και κυρίως μέσα από τα πρώτα λόγια από τον εξαίσιο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ (δανείζει υπέροχα την φωνή του στον Γρύλο, τον πανταχού παρόντα αφηγητή του φιλμ), καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό που ακολουθεί δεν μοιάζει σε τίποτα με τα πρόχειρα εκμεταλλευτικά δημιουργήματα των τελευταίων ετών.
Με τεράστια αγάπη, εκπληκτική τεχνική αρτιότητα (ακόμη και τώρα, και αφού ανατρέξεις στον τρόπο γυρισμάτων, σου είναι δύσκολο να αντιληφθείς τι ακριβώς έχει συμβεί σε ψηφιακό ή stop-motion επίπεδο), αφάνταστη αφοσίωση και ξεκάθαρες ιδέες που ταιριάζουν γάντι στο φιλμικό του σύμπαν, ο σπουδαίος Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο αναβιώνει ένα από τα πιο αριστουργηματικά και διδακτικά παραμύθια όλων των εποχών, τοποθετώντας την αφήγηση σε επιλεγμένο και αιχμηρό χρονικό πλαίσιο (τη φασιστική Ιταλία του 1930-1940). Παράλληλα, εμπλουτίζει έναν ήδη πλήρη από νοήματα μύθο με τις αξίες της συντροφικότητας, της δημοκρατίας, της οικολογίας και της αποδοχής της διαφορετικότητας, με τη φράση «οι άνθρωποι καμιά φορά φοβούνται αυτό που δεν γνωρίζουν» να εμποτίζει την αφήγηση όπως η μπογιά το πορώδες ξύλο του σταυρωμένου Χριστού, που στέκεται ημιτελής στο ιερό της βομβαρδισμένης εκκλησίας.
Για να το θέσουμε πιο απλά, δεν χορταίνει το μάτι αυτό που βλέπεις, το αυτί ό,τι ακούς (τα τραγούδια είναι πραγματικά ασύγκριτα με οτιδήποτε έχουμε ακούσει τελευταία σε animation) και το μυαλό αυτό που ο δαιμόνιος Μεξικάνος σε αναγκάζει να σκεφτείς. Η μελαγχολία είναι διάχυτη, η συγκίνηση (χωρίς ακριβώς να καταλαβαίνεις γιατί) έρχεται ανεπιτήδευτα και, παρέα με την τεχνική μαεστρία, συνοδεύουν μια εξιστόρηση ενός γνωστότατου μεν αλλά καλλιτεχνικά ανατρεπτικού παραμυθιού. Ενός παραμυθιού ου φτάνει να μιλήσει ίσως για πρώτη φορά τόσο ολοκληρωτικά για την ανάγκη όλων μας να βρούμε τη θέση μας στον κόσμο, τη σημασία της αποδοχής του θρήνου, την καλοσύνη και τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, την ψυχή που κρύβουν μέσα τους ακόμη και τα «σκουπίδια» αυτής της ζωής, την επαναστατικότητα που κουβαλά η αγάπη προς όλους, ακόμη και προς αυτούς που από αγάπη δεν γνωρίζουν τίποτα απολύτως.
Με voice acting αδιανόητα αποτελεσματικό, μουσική διακριτική και καίρια, τη σφραγίδα του δημιουργού να φαίνεται ακόμη και στο θρόισμα των φύλλων και ένα φινάλε κυριολεκτικό σπαραγμό, το Πινόκιο των Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο και Μαρκ Γκούσταφσον λάμπει και αστράφτει, ανυψώνοντας τον μύθο σε νέα δημιουργικά επίπεδα. Παράλληλα, αλλάζει τους παγιωμένους κανόνες της επανεκτίμησης ενός λογοτεχνικού έργου ανυπολόγιστης πολιτισμικής αξίας.
Πάνος Αχτσιόγλου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr