Η Σόφι θυμάται είκοσι χρόνια νωρίτερα, κάποιες διακοπές με τον πατέρα της που στο σήμερα αντηχούν εντελώς διαφορετικές από τότε. Αναμνήσεις, κρυμμένα συναισθήματα, εικόνες από ξεχασμένες κάμερες συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας στιγμής κρυμμένης βαθιά στο παρελθόν γεμάτη χαρές, ανακαλύψεις αλλά και δυσβάσταχτη μελαγχολία.
Σε ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα της χρονιάς, η Σάρλοτ Γουέλς ακολουθεί νήματα μιας προσωπικής ιστορίας που είτε είναι αυστηρά αληθινή είτε όχι, πάντως εμπεριέχει αληθινά βιώματα σε κάποιο επίπεδο. Η Γουέλς ζωγραφίζει γύρω από το μεγάλο συναισθηματικό κενό του κεντρικού της ήρωα, μιας πατρικής φιγούρας που παραμένει αίνιγμα που όμως σημαδεύει την μικρή μόνο και μόνο με τις βουβές κραυγές του ακαθόριστου πόνου του. Υπάρχει όμως εδώ μια παράδοξη σχέση με τη λεπτομέρεια: Η ταινία χτίζει τους χαρακτήρες και τις σχέσεις τους με αρκετά μελετημένο τρόπο όμως αφήνει τεράστια κομμάτια πληροφορίας εκτός, δημιουργώντας τελικά κάτι το ανισόπεδο σε αφηγηματικό επίπεδο.
Η Γουέλς ωστόσο πετυχαίνει κάποια εντυπωσιακά πράγματα εδώ: Σε μία σκηνή καταγράφει τον πατέρα ενώ εκείνος, σε μια στιγμή πόνου, βρίσκεται μόνος στο μπαλκόνι. Μέσα από μια μικρή ψηφιακή κάμερα που χειρίζεται η κόρη του, η εικόνα του πατέρα καταλήγει σε μια ακινητοποιημένη οθόνη στο σαλόνι. Όταν η ψηφιακή κάμερα σβήσει απότομα, εκείνη η εικόνα δίνει τη θέση της σε έναν βουβό αντικατοπτρισμό, σε μια αμίλητη, θλιμμένη σκιά ανθρώπου που κάθεται μοναχικά στο σαλόνι. Προς το τέλος της ταινίας, το αναμνησιακό φάντασμα του πατέρα θα χορέψει ανάμεσα σε σκιές υπό τον παραμορφωμένο ήχο του “Under Pressure”– το πιο κοινό needle drop του σινεμά βρίσκει εδώ την πιο ξεχωριστή του εφαρμογή.
Είναι δύο από τις πιο αποστομωτικές σκηνές της κινηματογραφικής χρονιάς. Ανάμεσα σε αυτές και σε μια εν γένει γεμάτη ψυχή κατάθεση βιωμάτων, αναμνήσεων και (πιθανώς) ονείρων, η ταινία δε μοιάζει να εξερευνά στα αλήθεια το βάρος, τη στόφα της ανάμνησης– το πώς η αλήθεια παραμορφώνεται, αλλάζει διαστάσεις, αλλάζει υφές μέσα μας. Υπάρχει μια ροή και μια τελειότητα εδώ που βοηθούν το φιλμ να γίνει πιο συγκινητικό μεν (με τη συνεισφορά ενός εξαιρετικού μοντάζ από τον Μπλερ ΜακΚλέντον) αλλά λιγότερο περιπετειώδες ως αναζήτηση.
Στο κέντρο του, σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν δυο ερμηνείες-θησαυροί. Ο Πολ Μέσκαλ (του “Normal People”) είναι εξαιρετικός καθώς αφήνει το πρόσωπό του να σμιλευτεί ως ένα προσωπείο ευτυχίας πάνω στη θλίψη και αφήνει το κορμί του να κινηθεί στο χώρο και στους ρυθμούς μιας ρευστής ανάμνησης. Κι η μικρή Φράνκι Κόριο, δίχως καμία απολύτως από τις συχνές ερμηνευτικές ασθένειες των νεαρών ερμηνευτών, κάνει τα πάντα να μοιάζουν με κοινό βίωμα– της ηρωίδας και των θεατών.
Η δύναμη των εικόνων της Γουέλς, η τεχνική αρτιότητα του φιλμ και οι δύο φανταστικοί πρωταγωνιστές, εγγυώνται μια εμπειρία που δύσκολα δε θα αγγίξει τον θεατή– ακόμα κι όσους δεν παραδοθούν στην ταινία αμαχητί.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr