Γκομενικό από το πρόσφατο παρελθόν του Γιάννη, στέλνει με «ασυνόδευτο» το αποτέλεσμα των όμορφων στιγμών τους: ένα μωρό! Bonus πρόβλημα: ο Γιάννης βρίσκεται σε στρατόπεδο στον Έβρο, όπου υπηρετεί τη θητεία του.
Ταλαιπωρημένο από πλείστες όσες καθυστερήσεις (κυρίως εξαιτίας της εμφάνισης του COVID-19), το «Army Baby» έρχεται να καλύψει το (μέγα) κενό της mainstream ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, σε μία περίοδο όπου εσχάτως ένα πιο… λαϊκό κοινό είχε συνηθίσει να καταναλώνει κωμωδίες τύπου «The Bachelor» (με τρία sequel, παρακαλώ!). Εδώ, όπως εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς, το πρότυπο συνταγής είναι οι κωμωδίες… «Λούφας» και αποτελεί μια κάποια ειρωνεία το γεγονός ότι η ταινία του Γιώργου Κορδέλλα παίζει εντός χριστουγεννιάτικου κλίματος, στον αντίποδα της πασχαλινής υποπλοκής του θρυλικού classic του Νίκου Περάκη από το 1984. Ευτυχώς, απουσιάζει η Χούντα (από το φιλμ)…
Η αλήθεια είναι πως ήμουν προετοιμασμένος για σοβαρή… τραγωδία, όμως, το «Army Baby» διασώζεται (οριακά) από την αναμφίβολη φροντίδα της παραγωγής (αν μη τι άλλο στην ποιότητα της εικόνας, διότι έχω δει σε μεγάλη οθόνη και πράγματα που δεν θα κολάκευαν ούτε καν αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε… «φορητή τηλεόραση»!) και κάποια σπιρτάδα από μερίδα του καστ, μαζί με μερικές (ατυχώς) χύμα πεταμένες καλές ιδέες του σεναρίου (των Κορδέλλα και Δημήτρη Αποστόλου). Η συμπαθής χημεία των φαντάρων του θαλάμου όπου κρύβεται το (κανονικότατο) μωρό, φυσικά, προκύπτει χάρη στο αρκετά «συγγενές»… copy / paste της τυπολογίας των χαρακτήρων του Περάκη στο «Λούφα και Παραλλαγή», με κάποιους από αυτούς να λειτουργούν σωστά και άλλους να συνθλίβονται από την banalité των πλέον αναμενόμενων στερεοτύπων (από την «αδελφή» μέχρι τους «βλαχόφωνους» στην προφορά). Κι ύστερα έρχεται… ο σουρεαλισμός!
Χωρίς να χρειάζεται να το «αναλύσω» εκτενώς, θα σταθώ κυρίως στο αδιανόητο εύρημα της χελώνας… κατασκόπου από τη γείτονα χώρα, που όσο καλή θέληση και να ‘χεις, σε κοροϊδεύει κατάμουτρα (ευτυχώς που δεν χρησιμοποιήθηκαν ρομποτικά εδώ, θα κλαίγανε μανούλες…), αλλά και στην κουλαμάρα του Διοικητή (στον Έβρο, επαναλαμβάνω), ο οποίος άνευ λόγου και αιτίας ξεστομίζει διαρκώς φράσεις και στα αγγλικά (ή κάτι χάθηκε στο μοντάζ ή κάτι δεν έπιασα σε αυτό το «αστείο», μάλλον…). Υπάρχουν και κάμποσες υπο-ιστοριούλες που δεν κολλάνε μεταξύ τους ή δεν αναπτύσσονται ποτέ σε κάτι το χρήσιμο για την αφήγηση (βασικά, εννοώ τους ελάχιστους κατοίκους της πλησιέστερης πόλης που εμφανίζονται αραιά και που στο έργο), όμως, ακόμη κι έτσι, μπροστά σε άλλα που έχουμε δει από ντόπιες κωμωδίες… «αρπαχτής» εδώ και τόσα χρόνια, η ετυμηγορία δίνει ελαφρυντικά στο «Army Baby». Μέχρι να φτάσουμε στο ουρανοκατέβατο φινάλε, που μοιάζει να ήρθε από άλλη ταινία (ή μεταγενέστερο γύρισμα…)! Μερικά από τα άνωθεν σχόλια ίσως προκαλούν στους αναγνώστες (και σ’ εμένα!) την (καχ)υποψία ότι μπορεί να… κοιμόμουν σε διάφορες φάσεις της προβολής. Σας ορκίζομαι, δε συνέβη κάτι τέτοιο, έχω και μάρτυρα! Για το έργο, πάλι, θα σας γελάσω…
Σκηνοθετικά, η ατονία έχει πάει περίπατο το κωμικό timing και οι ηθοποιοί αφήνουν τις ατάκες τους να χάσκουν σαν πλάνο «μονολόγου», μέχρι να μεταμορφωθούν σε διάλογο με… κολλητικό sellotape στο μοντάζ (το πλέον συνηθισμένο πρόβλημα σε ανάλογου είδους σειρές της ελληνικής TV). Πάντως, το μεγαλύτερο σοκ το έπαθα με το «κλου» της… λογοκρισίας των βρισιών (παρακολούθησα την κόπια της επίσημης πρεμιέρας, για… ενήλικες θεατές)! Μα, ηχητικά «μπιπ» σε κάθε βωμολοχία; Γιατί; Για το rating καταλληλότητας (που αφορά και στις μετέπειτα τηλεοπτικές μεταδόσεις της ταινίας); Περιττό να πω ότι με αυτά γελούσα περισσότερο, παρά με το σεναριακό «χιούμορ»! Στο 2022 ζούμε, παιδιά, όχι στο… 1967!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Υπάρχει κοινό για το «Army Baby». Και επειδή ελληνική κωμωδία μαζικής κατανάλωσης έχει να εμφανιστεί εδώ και κάμποσο καιρό στους κινηματογράφους, μπορεί να πιάσει γερά στα ταμεία τούτη η… χαμένη ευκαιρία για κάτι το πραγματικά συμπαθές. Οι άνδρες θα χαρούν φανταριλίκι, οι γυναίκες θα χαρούν το μωρό, Χριστούγεννα είναι, μόνο του με το «Avatar: The Way of Water» θα παίζει στις γιορτές, τι άλλη #@&;@%!@ να σας πω κι εγώ…
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr