Έχοντας χάσει τις οκτώ από τις εννέα γατίσιες ζωές του εξαιτίας του πάθους του για περιπέτεια, ο Παπουτσωμένος Γάτος ξεκινά μακρινό ταξίδι για το Μαύρο Δάσος, επιχειρώντας να… τις ξαναπάρει πίσω μέσω του μυθικού αστεριού των ευχών! Την ίδια ιδέα μ’ αυτόν, όμως, έχουν κι άλλοι παραμυθένιοι ήρωες. Θα ζήσουν, άραγε, αυτοί καλά κι ο Γάτος καλύτερα;
Σε δημιουργικό οργασμό βρίσκεται η DreamWorks, καταφέρνοντας με τις τελευταίες της animated δημιουργίες ν’ αφήσει πίσω της τους πλέον αναγνωρισμένους ανταγωνιστές της σε τούτο το genre (στην Disney αναφέρομαι…). Πρόκειται για το δεύτερο χτύπημα της εταιρείας μέσα στη χρονιά, αφού μετά την τσαμπουκαλεμένη έκπληξη των «Κακών Παιδιών», ανασύρει από το συρτάρι… έντεκα ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία του εμφάνιση (!) τον ξεχασμένο «Γάτο Σπιρουνάτο» και τον σερβίρει υπό μορφή σημαντικού upgrade. Η ανακολουθία που βλέπουμε να υπάρχει στους ελληνικούς τίτλους original και sequel θεωρώ πως είναι δικαιολογημένη, αφού από τη μία το περιεχόμενο των δύο φιλμ είναι εντελώς διαφορετικό (ο «Σπιρουνάτος» θύμιζε περισσότερο γουέστερν), από την άλλη, δε, τα σημερινά παιδιά (κατά πάσα βεβαιότητα) αγνοούν τον τίτλο του 2011.
Παρά το άκρως παραμυθένιο σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται το φιλμ, είναι σίγουρο πως θα το ευχαριστηθούν στον ίδιο βαθμό τόσο οι ενήλικοι όσο και τα παιδιά, παρατήρηση που (περίπου) είχαμε κάνει και στα «Κακά Παιδιά». Το μπαστάρδεμα του «Παπουτσωμένου Γάτου» με γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς ήρωες παραμυθιών, υπό το πρίσμα πολύχρωμης ψυχεδέλειας με αναφορές στον… Σέρτζιο Λέονε, είμαι βέβαιος πως (στην αυθεντική αγγλική version, τουλάχιστον) θα ψυχαγωγήσει τους γονείς συνοδούς. Τα πιτσιρίκια, στα οποία πρωτίστως στοχεύει το έργο, αρκετά από όσα συμβαίνουν εδώ δεν υπάρχει περίπτωση να τα «πιάσουν» (εκτός κι αν ακούνε Τζιμ Μόρισον από τα οκτώ τους!), αλλά λόγος ανησυχίας ουσιαστικός δεν υπάρχει (πλην βασικά ενός, στον οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια), καθώς οι ισορροπίες σε γενικές γραμμές διατηρούνται. Μπορεί, βέβαια, η σεναριακή γραμμή από ένα σημείο κι έπειτα να παγιδεύεται ελαφρώς στην α λα video game τυπική φόρμουλα της υπερπήδησης των εκάστοτε δυσκολιών, όμως, η διαφορά είναι πως η ταξιδιωτική διαδρομή που ακολουθείται μέχρι το φινάλε χαρακτηρίζεται τουλάχιστον ευφάνταστη.
Έχοντας μάθει από τα πλέον επίσημα ιατρικά χείλη πως οι ζωές του… εδώ τελειώνουν και πως πρέπει να βγει πια στη σύνταξη, μιας και ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να του επέλθει το μοιραίο, ο Παπουτσωμένος Γάτος (όσο και να μην το θέλει) ξεπέφτει στην αφάνεια της παραίτησης. Τον σπρώχνει γρηγορότερα προς τα εκεί κυνηγός επικηρυγμένων με όψη (κακού) λύκου και φονικό δρεπάνι στα χέρια, με τις μέρες της «απόσυρσής» του να είναι μετρημένες. Η αντάμωση με την Κίτι, τη φίλη απ’ τα παλιά, θα τον κάνει να κατευθυνθεί προς το Μαύρο Δάσος, παρά τη γνώση πως από εκεί δεν βγήκε ποτέ κανείς ζωντανός, έχοντας για συντροφιά μικροκαμωμένο σκυλάκι το οποίο περνιέται για… γάτα! Ο μαγικός χάρτης που τους οδηγεί προς το αστέρι των ευχών, δε, είναι περιζήτητος στην πιάτσα για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο «Παπουτσωμένος Γάτος», όμως, συνηθίζει να κρατά πάντα την τελευταία λέξη για τον εαυτό του.
Καθώς η άμμος στην κλεψύδρα του τελειώνει, ο μοναδικός ορατός κίνδυνος για τον Γάτο είναι ότι δεν θα μπορεί πλέον να ζει με τον τρόπο που αυτός γουστάρει, όμως, στη συνέχεια αποδεικνύεται πως τούτο δεν αποτελεί παρά το μικρότερο από τα προβλήματά του. Η εμφάνιση του Κακού Λύκου σε ρόλο Χάρου, από τη μία φανερώνει την εμπλοκή του Γκιγέρμο ντελ Τόρο στο project (στις απαρχές του, έστω, προ δεκαετίας σχεδόν), η σκοτεινή του, μοβόρικη φιγούρα, από την άλλη, ενδέχεται να φέρει εφιάλτες στα πιο ευαίσθητα παιδάκια. Είναι ο λόγος ανησυχίας που ανέφερα προηγουμένως, καθώς θεωρώ πως στη συγκεκριμένη φιγούρα οι παραγωγοί «ξέφυγαν» ελαφρώς, λησμονώντας τις ηλικίες στις οποίες (θεωρητικά) στοχεύουν. Η άλλη (μικρή) ένσταση που έχει να κάνει με την πιτσιρικαρία και με όσα αυτή έχει συνηθίσει από τα animated φιλμ, είναι η απουσία του κατεξοχήν «κακού» αντιπάλου του Γάτου ή μάλλον η… ύπαρξη πολλών (αν και κάποιοι μόνο στα χαρτιά εμφανίζονται ως τέτοιοι). Διότι όσο και να ποθούν να πάρουν στα χέρια τους τον μαγικό χάρτη η Χρυσομαλλούσα με τις τρεις αρκούδες, είναι κομματάκι δύσκολο να εκληφθούν ως μοχθηροί τύποι (επί τούτου, να αναφέρω πως η Ολίβια Κόλμαν και ο Ρέι Γουίνστον που δανείζουν τις φωνές τους στις αρκούδες είναι απίθανοι στην original version, όπως άλλωστε και όλο το καστ συνολικά).
Σε ό,τι αφορά το τεχνικό κομμάτι της ταινίας, η DreamWorks έχει κάνει θαύματα, μ’ ένα όργιο χρωμάτων και επιρροές από το animated «Αραχνο-Σύμπαν» (2018), που ενίοτε θυμίζουν εικονογράφηση storybook, αρμονικά ενταγμένο στο περιβάλλον του παραμυθιού που το στόρι προστάζει. Το χιούμορ έρχεται σε γερές δόσεις για μικρούς και μεγάλους, τα (λίγα) μουσικοχορευτικά νούμερα είναι άκρως διασκεδαστικά (με το εναρκτήριο, μάλιστα, να φέρνει στο νου τον… «Πειρατή» του Βινσέντε Μινέλι από το 1948!), ενώ παιδιά και γονείς που έχουν για κατοικίδια γάτους και γάτες, θα νιώσουν πραγματικά. Προσωπικά, τρελάθηκα με τον γρύλο («Πινόκιο», ξανά!), που ως η φωνή της συνείδησης μιλά με τρόπο που παραπέμπει στον… Τζέιμς Στιούαρτ, αλλά (υποθέτω) είναι μία από τις λεπτομέρειες που στην ελληνική μεταγλώττιση θα χάνονται. Δίχως να θέλω να μειώσω την καλή δουλειά που σχεδόν πάντα γίνεται σ’ αυτές τις τελευταίες, αξίζει να προλάβετε τις (ελάχιστες) υποτιτλισμένες προβολές του φιλμ. Ειλικρινά, δεν θα το μετανιώσετε.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Άκρως ψυχαγωγικό animated έργο, ικανό να διασκεδάσει μικρούς και μεγάλους. Αν είχε προσεχθεί λίγο περισσότερο το σενάριο και υπήρχε σαφής προσήλωση προς το ανήλικο κοινό, θα μιλάγαμε για απόλυτο χριστουγεννιάτικο δώρο για την πιτσιρικαρία. Ακόμα κι έτσι, όμως, αυτός ο «Παπουτσωμένος Γάτος» ενδείκνυται για οικογενειακή κινηματογραφική έξοδο τις μέρες που έρχονται.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr