Μενού

FABLEMANS, THE - Τάσος Ντερτιλής

ΣΥΝΟΨΗ: Ο νεαρός Σάμι Φάμπελμαν που ζει με την μεγάλη του μεσοαστική εβραϊκή οικογένεια στη μεταπολεμική Αριζόνα, φιλοδοξεί να γίνει κινηματογραφιστής. Η ευτυχισμένη εφηβεία του όμως συνταράσσεται όταν αποκαλύπτεται ένα οικογενειακό μυστικό που τον κάνει να δει με διαφορετικό μάτι τη γοητεία των εικόνων και τη δύναμη του σινεμά να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει τη δική του αλήθεια.   

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μπαίνει στα εφηβικά παπούτσια του Σάμι Φάμπελμαν και απλώνει τα παιδικά του χρόνια στο πανί σε δυόμιση ώρες αυτοβιογραφικής αφήγησης, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης πρώτα από όλους στον ίδιο του τον εαυτό. Αντιγράφουμε σχετικά από τις σημειώσεις παραγωγής: « «Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα παρέμενα επαγγελματίας. Θα υπήρχε μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό μου και το υποκείμενο. Αλλά ήταν δύσκολο. Η ιστορία ζωντάνευε πραγματικές αναμνήσεις. Η αναπαράσταση γεγονότων που μου συνέβησαν πραγματικά, το να τα βλέπω να ξετυλίγονται εμπρός μου, ήταν πολύ περίεργο. Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο που μου είχε συμβεί μέχρι τότε», θυμάται ο Σπίλμπεργκ…όπως περιγράφει η παραγωγός Κρίστι Μακόσκο Κρίγκερ, «Ο Στίβεν ξεχνούσε να φωνάξει “ cut ” γιατί βυθιζόταν στη σκηνή, όσο γύριζε, οπότε έπρεπε να τον αφήνουμε μόνο για λίγο».

1679 1

Συγκίνηση λοιπόν, ένα γνώριμο χαρακτηριστικό της φιλμογραφίας του μεγάλου σκηνοθέτη. Συγκίνηση από τη χαρά της ανακάλυψης από ένα παιδί της κλίσης του στις μαγικές εικόνες του σινεμά, συγκίνηση από την αναπαράσταση των πιο γλυκών αναμνήσεων εφηβείας, συγκίνηση από τη συνειδητοποίηση ότι όλα έχουν ένα τέλος, ότι η ευτυχία είναι μια ψευδαίσθηση, ότι δεν αρκεί η πίστη στη ζωή αλλά χρειάζεται και η δύναμη να την αντιμετωπίσεις. Και ο μικρός Σάμι της ταινίας την αντιμετωπίζει μετατρέποντάς την σε κινηματογραφικές εικόνες. Εδώ βρίσκεται και η όποια δύναμη αυτής της ταινίας που είναι βέβαιο ότι γυρίστηκε με μάτια δακρυσμένα.

1679 3

Όσον αφορά τους καλλιτεχνικούς τομείς της ταινίας, τι να πει κανείς για τη φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι, το μοντάζ των Σάρα Μπροσάρ και Μάικλ Καν, τη μουσική του μέγα Τζον Γουίλιαμς, τα σκηνικά (αχ αυτά τα υπέροχα σκηνικά) του 2 φορές βραβευμένου με Όσκαρ Ρικ Κάρτερ, τα κοστούμια του Μαρκ Μπρίτζες. Κορυφαίοι συνεργάτες του Σπίλμπεργκ όπως και ο πολυβραβευμένος Τόνι Κούσνερ στο σενάριο. Υπέροχες οι ερμηνείες επίσης, ιδιαίτερα από τη Μισέλ Γουίλιαμς που εδώ έχει τον πολύ δύσκολο ρόλο της μητέρας που προσπαθεί να χωρέσει το καλλιτεχνικό της (και όχι μόνο) όνειρο στο στενό πλαίσιο της συνεχούς φροντίδας της για την οικογένεια σε εποχές δύσκολες για τη γυναικεια χειραφέτηση.

1679 4

Ωραία λοιπόν όλα, τι είναι όμως αυτό που δεν αφήνει τους Fabelmans να γίνουν το αντίστοιχο Φελινικό Amarcord για τον θρυλικό δημιουργό τόσων μυθικών επιτυχιών; Μα ακριβώς η συγκίνηση που θολώνει το βλέμμα, η έλλειψη της ψυχραιμίας και της τόλμης που απαιτεί η απόφαση της έκθεσης μιας ζωής μπροστά στο φακό. Στους Fabelmans όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, ασφαλή, χωρίς αιχμηρές γωνίες και πραγματικές ανατροπές. Ακόμη και στις χειρότερες «ανατροπές» της ιστορίας ο θεατής έχει την αίσθηση του «όλα θα πάνε καλά τελικά» καθώς η φαντασία γίνεται διστακτικό υποκατάστατο της αποδοχής της δυστυχίας και του φόβου της απώλειας. Αφού ωστόσο ο Σπίλμπεργκ δε φαίνεται να μπορεί να αντιμετωπίσει την ίδια τη ζωή του, ποιοι είμαστε εμείς για να τον κρίνουμε; Χαιρόμαστε μόνο που τη μετέτρεψε σε όμορφες εικόνες για τα μάτια μας, σε μικρές διασκεδαστικές σκηνές από το εφηβικό του ρομάντζο με το φακό, σε εξομολογήσεις μικρών μυστικών και χαρούμενα ανέμελα στιγμιότυπα. Ακόμη και μια τέτοια «μικρή» ταινία για τα κυβικά ενός Σπίλμπεργκ έχει ωστόσο τις σκηνές ανθολογίας της όπως η μοιραία νυχτερινή εκδρομή στην εξοχή για τις οποίες και μόνο θα άξιζε μια θέαση (πάντα στη μεγάλη οθόνη). 

Τάσος Ντερτιλής
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα grandmagazine.gr

Smart Search Module