Μενού

R.M.N. - Στράτος Κερσανίδης

Ο παραλογισμός του ρατσισμού και του εθνικισμού

Η Τρανσυλβανία μπορεί να έγινε γνωστή μέσα από τις σελίδες του πολυδιαβασμένου «Δράκουλα» του Μπραντ Στόκερ αλλά δεν είναι μόνον ο τόπος των θρύλων και των παράξενων πλασμάτων. Είναι μια περιοχή η οποία ανήκει στη Ρουμανία και αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η πολυεθνικότητα. Στην περιοχή ζει η πολυάριθμη ουγγρική μειονότητα της χώρας καθώς και σημαντικός αριθμός Γερμανών -που έχει μειωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια- αλλά και αρκετοί Ρομά. Μην ξεχνάμε πως η Ρουμανία είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό Ρομά στην Ευρώπη, ο οποίος εκτιμάται μέχρι και 1,5 εκατομμύριο. Πρόκειται για μια περιοχή με ιδιαίτερα ταραγμένη ιστορία -όπως σχεδόν σε όλα τα Βαλκάνια- την οποία διεκδίκησαν πολλοί και σήμερα, μετά από πολλά πάρε-δώσε κατέληξε στη Ρουμανία με τη Συνθήκη του Τριανόμ το 1920 μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για ένα διάστημα η ναζιστική Γερμανία την παραχώρησε στην Ουγγαρία αλλά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσαρτήθηκε εκ νέου στη Ρουμανία. Παρόλα αυτά οι εθνικιστές ένθεν κακείθεν τσακώνονται μέχρι σήμερα για το εάν είναι οι Μαγυάροι ή οι Δάκες εκείνοι οι οποίοι κατοίκησαν πρώτοι στην περιοχή, διεκδικώντας με αυτό τον παραλογισμό την ιδιοκτησία της περιοχής. Προφανώς πολλά συνέβησαν από τότε αλλά ας τελειώνουμε κάποτε με την εθνικιστική τρέλα γιατί μόνον κινδύνους εγκυμονεί.

1726 1

Ο σπουδαίος Κριστιάν Μουντζίου μας μεταφέρει σε ένα χωριό της Τρανσυλβανίας, ένα πολυεθνικό χωριό όπου συμβιώνουν αρμονικά (;) Ρουμάνοι, Ούγγροι και Γερμανοί. Πριν όμως έρθουμε στο χωριό βλέπουμε τον Ματίας, εργάτη στη Γερμανία, να χτυπάει τον προϊστάμενό του επειδή εκείνος τον αποκάλεσε με τρόπο υποτιμητικό «τσιγγάνο». Μετά από αυτό το περιστατικό και για να μην μπλέξει, ο Ματίας φεύγει κατευθείαν με οτοστόπ για την πατρίδα του. Σε μερικές μέρες φτάνει στο χωριό του, στην Τρανσυλβανία, που βρίσκεται σε μια δασώδη περιοχή των Καρπαθίων. Εκεί μαθαίνει από την γυναίκα του την Άννα, με την οποία είναι σε διάσταση, πως ο μικρός τους γιος ο Ρούντι, έχασε τη λαλιά του επειδή καθώς πήγαινε στο σχολείο είδε κάτι στο δάσος που τον τρόμαξε. Παράλληλα προσεγγίζει την πρώην ερωμένη του, την Τσίλα, η οποία είναι διευθύντρια σε ένα τοπικό εργοστάσιο ψωμιού. Παρενθετικά αναφέρω πως ο Ματίας είναι μισός Γερμανός και μισός Ρομά, η Άννα είναι Ρουμάνα και η Τσίλα Ουγγαρέζα.

1726 2

Η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου είμαι μια νέα επιχειρηματίας η οποία χρειάζεται προσωπικό για να συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό εργαζομένων ώστε να πάρει επιδότηση από την Ε.Ε. Κανείς όμως από τους ντόπιους δε δείχνει ενδιαφέρον και έτσι, σε συνεννόηση με την Τσίλα, απευθύνονται σε έναν πράκτορα και προσλαμβάνουν αρχικά δύο και ύστερα τρεις εργάτες από τη Σρι Λάνκα. Το γεγονός αυτό θα πυροδοτήσει αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία η οποία σε ένα ξέσπασμα ρατσιστικού μίσους ζητά να απομακρυνθούν οι τρεις ξένοι. Με τον παπά του χωριού να «νίπτει τα χείρας του» κρυπτόμενος πίσω από την επιθυμία του ποιμνίου του, ουσιαστικά να σιγοντάρει τις αντιδράσεις οι κάτοικοι απειλούν την ιδιοκτήτρια τη Σίλα και τους 3 ξένους εργάτες και ξεκινούν μποϊκοτάζ στο ψωμί! Όταν ο δήμαρχος θα καλέσει μια συνέλευση των κατοίκων εκεί θα ξεδιπλωθεί το ρατσιστικό μίσος και η παράνοια των ανθρώπων. Θα ακουστούν διάφορα όπως «δεν έχουμε πρόβλημα μαζί τους αρκεί να παραμείνουν στις χώρες τους», «είναι φορείς ασθενειών», «Γλυτώσαμε από τους τσιγγάνους και τώρα ήρθαν αυτοί» κ.λπ. Κανένα λογικό επιχείρημα από την άλλη πλευρά δεν εισακούεται. Και ενώ όλοι μαζί ζητούν να φύγουν οι ξένοι εργάτες, ένα σχόλιο κάποιου Ρουμάνου για την ουγγρική μειονότητα θα φέρει στην επιφάνεια τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των χωρικών και θα ξεκινήσει γενική σύρραξη μεταξύ τους. Ευτυχώς όμως δεν θα προλάβει να γενικευτεί επειδή εκείνη τη στιγμή μαθαίνουν πως ο πατέρας του Ματίας αυτοκτόνησε.

1726 4

Αυτήν είναι η ιστορία κι αυτό είναι το θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Κριστιάν Μουντζίου, στην «πιο πολιτική και η πιο πολεμική ταινία που έχει κάνει ως τώρα και η οποία δεν αναφέρεται μόνον στη ρουμάνικη κοινωνία», όπως έχει δηλώσει ο ίδιος.

Το γεγονός πως ο Μουντζίου είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου («4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες» και το «Πίσω από τους Λόφους», «Αποφοίτηση») δεν είναι κάτι καινούργιο. Απλώς με το «R.M.N.» επιβεβαιώνεται. Αυτή τη φορά πιάνει ένα λεπτό θέμα αλλά και πολύ ακανθώδες για τη ρουμάνικη κοινωνία. Γιατί αυτή τη στιγμή εκτός από τις τοπικές εθνικές διαφορές αναπτύσσεται στη χώρα ένα υπόγειο ακροδεξιό ρεύμα το οποίο απλώνεται κι αγκαλιάζει όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Αυτό σχολιάζει ο Μουντζίου και το κάνει μέσα από μια ταινία η οποία ανατέμνει την πολυεθνική κοινωνία της Τρανσυλβανίας και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα στο μεταβατικό στάδιο το οποίο βρίσκεται. Μέσα από τις παράλληλες ιστορίες του παιδιού που έχασε τη μιλιά του, της άσχημης σχέσης του Ματίας με την εν διαστάσει σύζυγό του την Άννα και της καθαρά σαρκικής του σχέσης με την Τσίλα ο σκηνοθέτης χτίζει χαρακτήρες και δημιουργεί ένα κοινωνικό μωσαϊκό της ζωής και των ανθρώπων του χωριού. Παράλληλα με το χωρίς απάντηση μυστήριο της αιτίας που ο Ρούντι σταμάτησε να μιλά αλλά και με το εξωπραγματικό φινάλε με τα σκιώδη πλάσματα να έχουν πλησιάσει στο χωριό, ο Μουντζίου αφήνει μια παράξενη και γλυκιά γεύση της μυστηριακής φύσης και των θρύλων της Τρανσυλβανίας. Αλλά ως μία άλλη ανάγνωση μπορούμε να πούμε πως τα συγκεκριμένα σκοτεινά και τρομακτικά πλάσματα αντιπροσωπεύουν το τέρας που βρίσκεται μέσα μας και μας οδηγεί στο μίσος.

1726 6

Όσο για τον τίτλο «R.M.N.» είναι στα ρουμάνικα τα αρχικά του αγγλικού «N.M.R.» που συμβολίζει το μαγνητικό τομογράφο, τίτλος που βγαίνει από την επίσκεψη του παππού Ότο, πατέρα του Ματίας στο νοσοκομείο για να κάνει την σχετική εξέταση. Όμως μπορεί να ερμηνευτεί και ως τα αρχικά των λέξεων Ρουμάνοι (Români), Ούγγροι (Maghiari), Γερμανοί (Νemți). Επίσης, πολύ σωστά, οι ελληνικοί υπότιτλοι είναι λευκοί στα ρουμάνικα, κίτρινοι στα ουγγαρέζικα και ροζ στα γερμανικά.

Αυτά τα ολίγα περί της νέας υποδειγματικής και ρεαλιστικής ταινίας του Κριστιάν Μουντζίου.

Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δη
μοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com

Smart Search Module