Μενού

ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ, Η (Επαν.) - Γιώργος Ξανθάκης

Το έργο του κορυφαίου σουηδού auteur Ingmar Bergman μπορεί να διαχωριστεί με κάποια σχηματικότητα σε δύο μέρη: ένα πρώτο «κλασικιστικό», με ακμές την «Έβδομη Σφραγίδα» και τις «Άγριες Φράουλες», και ένα δεύτερο αφιερωμένο σε μοντερνιστικά πειράματα με κορυφαία  φιλμ τα «Περσόνα», «Κραυγές και Ψίθυροι» , «Σκηνές από ένα Γάμο». Στο «Φάνυ και Αλέξανδρος», magnum-opus του κορυφαίου σκηνοθέτη, όλες οι κλίσεις και οι τάσεις του Bergman συγκρούονται, συγχωνεύονται και τελικά λιώνουν αρμονικά η μία μέσα στην άλλη.

Η «Πηγή των Παρθένων» βρίσκεται ακριβώς στην κρίσιμη καμπή των δύο δημιουργικών περιόδων του, αποτελώντας ένα έργο κομβικό και εμβληματικό. Γυρίστηκε το 1960, στην αυγή της πιο ριζοσπαστικής δεκαετίας του κινηματογράφου, σηματοδότησε την πρώτη συνεργασία του Bergman με τον θρυλικό κινηματογραφιστή Sven Nyvkist, και με τη θεματολογία του προανήγγειλε την τριλογία της «Σιωπής του Θεού», που αποτέλεσε το ποιοτικό άλμα του Bergman προς την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.

1721 1

Σε όλες τις μεγάλες ταινίες του Bergman υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: πίσω από την κύρια ιστορία υπάρχει πάντα κάτι πολύ μεγαλύτερο, υπερβατικό. Τα δύο τρίτα της «Πηγής των Παρθένων» είναι αφιερωμένα σε αυτό που θα θεωρούσε κανείς ως βασική ιστορία. Τον 14ο αιώνα στη Σουηδία, η πανέμορφη έφηβη Karin (Brigita Pettersson), κόρη του πλούσιου αγρότη Tore (Max von Sydow), μεταφέρει γιορτινά κεριά στην πλησιέστερη εκκλησία, με τη συνοδεία της θετής αδερφής της, Ingeri (Gunnel Lindblom). Στο κοντινό δάσος, η Karin συναντά τρεις βοσκούς, και με άδολη καλοσύνη μοιράζεται μαζί τους το φαγητό της, ενώ η φοβισμένη Ingeri κρύβεται στους θάμνους. Όμως δύο από αυτούς (Axel Duberg και Tor Isedal) τη βιάζουν, την ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου και κλέβουν το χρυσοκεντημένο φόρεμα της, ενώ ο τρίτος (Ove Porath), ένα μικρό αγόρι, παραμένει φοβισμένος παρατηρητής. Χωρίς να γνωρίζουν την καταγωγή της, οι βοσκοί βρίσκουν καταφύγιο για τη νύχτα στη φάρμα των γονιών της. Αναγνωρίζοντας το αιματοβαμμένο φόρεμα, οι γονείς της Karin συνάγουν το προφανές συμπέρασμα…

1721 2

Ένας σύντομος αλλά συνταρακτικός μονόλογος στο τελευταίο τρίτο της ταινίας αναδιατάσσει ολόκληρη την αφήγηση, και αυτό το φαινομενικά  απλό δράμα εκδίκησης αναβαθμίζεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τότε αναγκάζεται κανείς να επανεκτιμήσει τις βασικές συγκρούσεις από μια νέα οπτική γωνία, με τους βασικούς χαρακτήρες να αποκτούν συμβολικές διαστάσεις.

Η «Πηγή των Παρθένων» δεν είναι η πρώτη επιστροφή του Bergman στον μεσαιωνικό κόσμο, αφού προηγήθηκε η κατά τα άλλα πιο διάσημη «Έβδομη Σφραγίδα». Όμως η «Πηγή»  διακρίνεται για τη συμπαγή δωρικότητα, την ενότητα χώρου και χρόνου, την ξηρή γραμμικότητα και καθαρότητα της αφήγησης, όπου το μυστικιστικό αναδύεται αβίαστα από το πεζό και το γαιώδες, σε αντίθεση με την κάπως πομπώδη αλληγορία της «Σφραγίδας» .

1721 3

Ο Bergman βουτά στο παρελθόν με μια ηθική ιστορία για το έγκλημα και την τιμωρία, εμπνευσμένη από μια μεσαιωνική σουηδική  μπαλάντα. Το σενάριο της Ulla Isaksson τη διευρύνει για να δραματοποιήσει τη σύγκρουση μεταξύ του Χριστιανισμού και των αρχαίων παγανιστικών θεών. Η μεσαιωνική εποχή είναι κατάλληλη για το συγκεκριμένο θέμα, με έναν κόσμο στον οποίο το πνευματικό (που αντιπροσωπεύει ο Χριστιανισμός) συνυπήρχε με το γήινο (ειδωλολατρία). Αυτές οι δύο πλευρές της ανθρωπότητας (ψυχή και σάρκα) προσωποποιούνται στις δύο αδερφές. Η αγνότητα και η καλοσύνη της Karin έρχονται σε αντίθεση με την αγριότητα και τη λαγνεία της Ingeri. Αλλά η ιδιοφυία του Bergman υποβάλλει αδιόρατα μια απρόσμενη ανατροπή: η Karin μπορεί να είναι η αγαπημένη κόρη, αλλά είναι κακομαθημένη, τεμπέλα και αφελής. Η Ingeri γνωρίζει τον κόσμο καλύτερα από εκείνη -αναγκάζεται να εργαστεί ως ψυχοκόρη σε γονείς που δεν την αγαπούν, έχει μείνει έγκυος από έναν άγνωστο άντρα και υφίσταται τις συνέπειες. Η Karin είναι ένας άγγελος, η Ingeri είναι το ζωώδες αντίστοιχό της. Είναι δύο όψεις του ίδιου συνόλου: η παρθένα και η πόρνη -τα αντικρουόμενα αντίθετα που θα δούμε ξανά στη «Σιωπή» και στην «Περσόνα».

1721 4

Η ταινία καθηλώνει με την αφήγηση να μην ξεφεύγει ούτε χιλιοστό από τη μοιραία τροχιά της. Με μια διεστραμμένη και κακόβουλη πρόνοια που μας φέρνει στον νου τη σκληρότητα των παραμυθιών, οι ένοχοι μπορούν να βρουν ως καταφύγιο μόνο το σπίτι του Tore. Ο Bergman μεγιστοποιεί την ένταση καθώς εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη διαστολή του χρόνου με την τελετουργική προετοιμασία της εκδίκησης, με τον πατέρα να κόβει μια σημύδα, να αυτομαστιγώνεται με τα κλαδιά της, να πλένεται μεθοδικά με ζεστό νερό πριν από τη σφαγή που εκτελεί μεθοδικά και χωρίς δισταγμούς. Ωστόσο, η απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να εξελιχθεί στην υπέρτατη αδικία: τη δολοφονία ενός αθώου παιδιού, που δεν συμμετείχε στον φόνο και ήταν παραδόξως ο μόνος που ένιωθε τύψεις. Αναμφισβήτητα το πιο δυνατό και οδυνηρό μέρος της ταινίας είναι η εσωτερική σύγκρουση που βασανίζει τον Tore  ανάμεσα στην εκδικητική του μανία και στις πνευματικές του πεποιθήσεις. Ο Tore είναι ο πιο τραγικός από τους τραγικούς χαρακτήρες του Bergman, παγιδευμένος  μεταξύ εξιλέωσης και βλασφημίας.

1721 5

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ταινία γυρίστηκε πριν από πολλές δεκαετίες, η συνάφεια της με τη σύγχρονη εποχή είναι αξιοσημείωτη. Από τη μία πλευρά αναγνωρίζει την ικανότητα της πίστης να εξορθολογίζει την ανθρώπινη φύση. Από την άλλη πλευρά, καταλήγει να αμφισβητεί την εγκυρότητα της τάξης πραγμάτων που η πίστη νομιμοποιεί. «Θεέ, το βλέπεις αυτό; Το επέτρεψες… Δεν καταλαβαίνω…». Πόσο επίκαιρα ακούγονται τα ερωτήματα του συνταρακτικού Max von Sydow, αν αναλογιστούμε τα αδιανόητα εγκλήματα που κατακλύζουν την καθημερινότητα μας. Ίσως τότε κι εμείς πρέπει να αναρωτηθούμε για όσα φρικτά συμβαίνουν γύρω μας σήμερα: «Πού είναι οι άνθρωποι;»

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module