Μενού

ΛΕΥΚΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ - Θοδωρής Δημητρόπουλος

Ο Νόα Μπάουμπαχ (“Marriage Story”, “Mistress America”) διασκευάζει βιβλίο του Ντον Ντελίλο που μάλλον από υπερβολική λατρεία απέναντί του, θεώρησε πως θέλει και μπορεί να το μεταφέρει στην οθόνη. Έπρεπε να το έχει σκεφτεί καλύτερα. Περιεχομενικά το φιλμ είναι εντελώς χαοτικό με ένα τρόπο που δύσκολα μανατζάρεται στην φιλμική αφήγηση.

1724 1

Η ταινία ακολουθεί μια οικογένεια σε φαινομενικά τέλεια κατάσταση πλήρους ισορροπίας, με έναν τόνο σατιρικό, πολύχρωμο, «ευχάριστο» με έναν σχεδόν απωθητικό τρόπο– βάσει σχεδίου φυσικά. Ο Άνταμ Ντράιβερ παίζει έναν καθηγητή που διδάσκει βασικά οτιδήποτε σχετίζεται με τον Χίτλερ κι η Γκρέτα Γκέργουιγκ παίζει την Μπαμπέτ, σύζυγο με ένα διαρκές χαμόγελο στο πρόσωπο. Μαζί έχουν αθροιστικά 4 παιδιά (αν και καμιά φορά μπερδεύονται όταν τα απαριθμούν ή τα συστήνουν σε ξένους) και τα πάντα στο σπίτι τους μοιάζουν να κυλάνε ρολόι.

Όμως ο άνθρωπος βαθιά μέσα του έχει πάντα τη ροπή προς την καταστροφή, κι αν όχι ο άνθρωπος τότε σίγουρα η φύση. Ένα απίθανο συμβάν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τοξικού νέφους που απειλεί τους πάντες, ακόμα κι όταν εκείνοι αρνούνται να επεξεργαστούν τον κίνδυνο ως πραγματικότητα, απονευρωμένοι από τις διάφορες εκφάνσεις του στο entertainment και την καθημερινότητα της ενημέρωσης.

1724 2

Ήδη αυτό το πρώτο μέρος είναι παράδοξο και στιλιστικά αμφίβολο. Ο Μπάουμπαχ μοιάζει σα να σκηνοθετεί μια αμερικάνικη ‘70s studio movie, παρέα με τις κοινωνικές και υπαρξιακές της αμφιβολίες, σα να επρόκειτο για μανιακή σκρούμπολ ταινία καταστροφής και δεσμών σε κρίση. Είναι ένας τόνος τον οποίο πετυχαίνει, ακόμα κι όταν δεν είναι σαφές τι προσφέρει αυτό στο κείμενο, πέρα από τις ικανότητες του σεναριογράφου και σκηνοθέτη σε αυτά τα είδη.

Υπάρχει μια αισθητική ασυμφωνία που διατρέχει αυτό το πρώτο μέρος του φιλμ. Ο ρυθμός των αστείων, η αίσθηση πως τίποτα δεν είναι πραγματικό, ο τρόπος με τον οποίο η ταινία κι οι χαρακτήρες της μιλάνε για τη βία, τον θάνατο και την υπερφόρτωση πληροφορίας– κι όλα αυτά με έναν αποστασιοποιημένα σατιρικό τρόπο που όμως δε μοιάζει ποτέ εστιασμένος.

1724 3

Το δεύτερο –και πιο διασκεδαστικό– μέρος περιλαμβάνει ακόμα περισσότερα είδη, από ταινίες καταστροφής μέχρι ‘80s οικογενειακές κωμωδίες, ακόμα και 2-3 σκηνές σασπένς μέχρι και τρόμου πάνω στο νεφώδες φάσμα του θανάτου που περιβάλλει τον κεντρικό ήρωα. Αστείο και ενδιαφέρον, αυτό το τμήμα του φιλμ είναι ωστόσο ένα χάος με ιδέες και στιλιστικές αναφορές φορτωμένες η μία πάνω στην άλλη, όπου η κακοφωνία μοιάζει να είναι το ίδιο το νόημα– με το ίδιο το φιλμ να γίνεται ένας καταστροφικός περισπασμός, σαν αυτούς πάνω στους οποίους χτίζεται η μυθολογία του κακού.

Απολύτως τίποτα από όλα αυτά δεν ακολουθείται στην τελευταία πράξη, ένα γιγάντιο κινηματογραφικό ξεφούσκωμα όπου το φιλμ, αμήχανο πλέον τελείως, μοιάζει οριστικά χαμένο από τον έλεγχο του σκηνοθέτη. Πληροφορίες, ιδέες και θανατικά οράματα συνεχίζουν να προστίθενται, αλλά ο μακάβρια νηφάλιος τόνος φρενάρει κάθε αίσθηση ορμής την ώρα που χαρακτήρες και συμβάντα εισάγονται και εξαφανίζονται– σαφής περίπτωση λογοτεχνικής διασκευής που δε ξέρει τι να κάνει με τα μισά στοιχεία του βιβλίου.

1724 4

Κάτω από όλο τον χαλασμό κρύβεται τελικά και πάλι μια ακόμα ιστορία για την προσωπική κρίση του να μεγαλώνεις και να αποκολλάσαι συναισθηματικά από τον κόσμο που έχεις φτιάξει για τον εαυτό σου– ένα είδος ιστορίας που ο Μπάουμπαχ έχει πει στο παρελθόν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Όμως μέσα στην φασαρία είναι σαν αυτή τη φορά ο φόβος, η αγωνία και το πάθος να έχουν αντικατασταθεί από μια γενικευμένη σύγχυση. Ίσως κι αυτό βέβαια είναι κομμάτι του να μεγαλώνεις.

Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr

Smart Search Module