Νιου Τζέρσεϊ, 1952, μια παγωμένη χειμωνιάτικη βραδιά. Ο μικρούλης Σάμι ετοιμάζεται για την πρώτη του ταινία στο σινεμά. Είναι κάπως διστατικός και φοβισμένος γιατί έχει ακούσει ότι στις σκοτεινές εκείνες αίθουσες οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε γίγαντες. Ο πατέρας του, ένας ορθολογιστής και nerd μηχανικός υπολογιστών, του εξηγεί το τεχνολογικό-πρακτικό σκέλος, αναλύοντας λεπτομερώς το πώς γεννιούνται οι κινηματογραφικές εικόνες.
Η μητέρα του, μια καταπιεσμένη πρώην πιανίστρια που περιορίστηκε στον ρόλο της μητέρας-συζύγου και νοικοκυράς, ξεκλειδώνει την πόρτα της κινηματογραφικής μαγείας: οι ταινίες είναι σαν όνειρα που δεν λες να ξεχάσεις. Φυσικά, αμφότεροι είχαν δίκιο. Το σινεμά, μια πράξη χειροπιαστή και συνεργατική, βασισμένη στην τεχνική και την επιστήμη. Το σινεμά, ένα θαύμα άρρητο και υπερβατικό, το πιο ευφάνταστο και όμορφο ψέμα που επινόησε ποτέ η ανθρωπότητα. Μια ψευδαίσθηση που ξεγελά το μάτι, το μυαλό και την καρδιά 24 φορές το δευτερόλεπτο, κατασκευάζοντας μια παράλληλη πραγματικότητα που πολλές φορές υπερκαλύπτει ακόμη και την αληθινή ζωή.
Το The Fabelmans του Στίβεν Σπίλμπεργκ μάς έχει δώσει το στίγμα και τον τόνο ήδη από τον πανέξυπνο τίτλο του, παραπέμποντας στις πολλαπλές σημασίες της αγγλικής λέξης fable. Το σινεμά αφηγείται ιστορίες, φτιάχνει αλληγορίες, πλάθει μύθους, διηγείται παραμύθια. Και πάνω απ’ όλα, επουλώνει πληγές, δίνει κουράγιο και δύναμη για τις ανηφόρες της ζωής, προσφέρει καταφύγιο, παρηγοριά και ανακούφιση, χτίζοντας μια παράκαμψη και εσοχή όποτε η πραγματικότητα μοιάζει βαριά και ασήκωτη.
Ό,τι ακριβώς συνέβη δηλαδή και στον μικρό Σάμι (πείτε τον και Στίβεν, το ίδιο κάνει), ο οποίος παραλύει και σαστίζει παρακολουθώντας την ταινία The Greatest Show on Earth (απίθανο το πώς μια αληθινή εμπειρία ηχεί σαν ηθελημένος συμβολισμός) του Σεσίλ ντε Μιλ. Χωρίς να το καταλάβει, έχει βιώσει μια επιφοίτηση, τρυπώνοντας σε έναν κόσμο εμμονής και ψευδαίσθησης, όπου η αναπαράσταση ενδύεται με μια χροιά κοσμογονική και μυστηριακή.
Ο Σάμι -χωρίς να μπορεί ακριβώς να εξηγήσει το γιατί, ούτε στους γονείς του, αλλά ούτε και στον ίδιο- έχει απόλυτη ανάγκη να δει ξανά και ξανά το (κινηματογραφικό) τρένο να εκτροχιάζεται, μετατρέποντας το (πραγματικό) τρενάκι που πήρε ως δώρο γενεθλίων σε εργαλείο ανασύστασης ενός πρωτόλειου σοκ. Διόλου τυχαία, η Super 8 κάμερα του μπαμπά του είναι για τον Σάμι μια ανέλπιστη διέξοδος και λύτρωση και όχι μια απλή πηγή ψυχαγωγίας και διασκέδασης: πλέον, έχει τη δυνατότητα να επαναλάβει και να ξαναζήσει τη συγκίνηση, την αγωνία και την αδρεναλίνη.
Μέσα από το εύρημα του αυτοσχέδιου σινεμά με το τρενάκι, που κλείνει το μάτι και στην Άφιξη του τρένου των αδερφών Λουμιέρ, ο παμπόνηρος Σπίλμπεργκ χτίζει μια γέφυρα που ενώνει το προσωπικό με το οικουμενικό, διατρέχοντας ολόκληρη την ιστορία του σινεμά. Ξαφνικά, η πανικόβλητη αντίδραση του πρώτου κινηματογραφικού κοινού στη θέα ενός επερχόμενου τρένου, τα γουρλωμένα μάτια του μικρού Σάμι και το δικό μας βλέμμα γίνονται το ένα και το αυτό, μην μπορώντας να νοηθούν ξέχωρα το ένα από το άλλο.
Το The Fabelmans ανατρέχει μεν στον βαθιά προσωπικό δεσμό ανάμεσα στον Σπίλμπεργκ και την κινηματογραφική πράξη, αλλά λειτουργεί περισσότερο ως κίνηση συμφιλίωσης, συγχώρεσης και κατανόησης παρά ως διάθεση εξομολόγησης και καταγραφής. Εξάλλου, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, το σινεμά του Σπίλμπεργκ είναι έτσι κι αλλιώς χτισμένο πάνω στα τραύματα, τις παραλείψεις και τα παράπονα των παιδικών του χρόνων.
Οι Στενές επαφές τρίτου τύπου (1977) κρύβουν μέσα τους τον φόβο της γονεϊκής εγκατάλειψης και την ανάγκη επανασύνδεσης με τη παιδική θαλπωρή. Ο εξωγήινος ήρωας του E.T. (1982) μάς συστήνει τον επινοημένο φίλο που είχε σκαρώσει το μυαλό του μικρού Στίβεν ενόσω πάλευε να διαχειριστεί τις εντάσεις στο οικογενειακό σπίτι και το επώδυνο διαζύγιο των γονιών του. Το ατελείωτο κυνηγητό ανάμεσα στον Λεονάρντο ντι Κάπριο και τον Τομ Χανκς στο Πιάσε με αν μπορείς (2002) αφήνει ένα πικραμένο παράπονο για την αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και την οικογένειά του.
Με το The Fabelmans o Σπίλμπεργκ συνομιλεί με όλα όσα τον πλήγωσαν εμφατικά, αλλά (εντέλει) όχι ανεπανόρθωτα. Την ψυχρότητα ενός ιδιοφυούς πατέρα, τη συναισθηματική ανωριμότητα μιας παρορμητικής μητέρας, τις ατελείωτες εντάσεις και μετακομίσεις, το βαρίδι της εβραϊκής καταγωγής, τόσο ως δέκτης ενός ακατάσχετου αντισημητισμού όσο και ως φορέας μιας ταυτότητας που δεν επέλεξε, τον δύσβατο δρόμο αποδοχής του σινεμά ως μονόδρομου στη ζωή του.
Φυσικά, πέρα από οτιδήποτε άλλο, το The Fabelmans είναι μια ωδή στην ανίκητη δύναμη του storytelling, που δεν πρόκειται να ξεφτίσει όσο υπάρχουν άνθρωποι και ανθρώπινες σχέσεις. Η ζωή, μοιάζει να αναλογίζεται ο Σπίλμπεργκ, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ιστορία που αφηγούμαστε στον εαυτό μας, η οποία παίρνει το σχήμα του δοχείου όπου θα τη στριμώξουμε. Σε τελική ανάλυση, όσα ζήσαμε, υποφέραμε και χαρήκαμε δεν είναι και τόσο διαφορετικά από εκείνα που φανταστήκαμε, φοβηθήκαμε και ονειρευτήκαμε.
Κάπως έτσι, οι δύο κορυφώσεις της ταινίας συμπίπτουν με τα δύο φιλμάκια που έχει ετοιμάσει κατά παραγγελία ο Σάμι, το πρώτο για την οικογένειά του και το δεύτερο για το σχολείο. Σε πρώτο επίπεδο, μια διακριτική νύξη για την εσωτερική μάχη κάθε σκηνοθέτη ανάμεσα στη υποχωρητικότητα του crowd pleasing και στην αυταρέσκεια της παραπλάνησης του κοινού. Σε δεύτερο επίπεδο, ένας φόρος τιμής στην υπερβατική δύναμη του σινεμά, μέσα από δύο σεκάνς που στ’ αλήθεια δεν φεύγουν εύκολα από το μυαλό.
Η εικόνα που έχει τη δύναμη να φέρει στο φως ανείπωτες σκέψεις και αθέατα συναισθήματα. Η ανάγκη όλων μας να μεταμορφώσουμε ακόμη και την ίδια την πραγματικότητα μπας και ανακαλύψουμε τη δική μας αλήθεια. Η σημασία των όσων κόβονται από το επίσημο μοντάζ του μυαλού και μένουν έξω από το κάδρο της προσωπικής ματιάς. Οι κομμένες μας σκηνές, που φυλάσσουμε σε μια ασφαλή κρυψώνα. Η περιπαικτική σπόντα πως “η ζωή δεν είναι σινεμά”, με την οποία γελά ο νεαρός Σάμι επειδή γνωρίζει πως κάποια στιγμή, εξήντα χρόνια αργότερα, η συγκεκριμένη ατάκα θα γίνει κομμάτι μιας δικής του ταινίας.
Η ζωή που σε τελική ανάλυση ίσως και να είναι σινεμά, γιατί έχει ατελείωτες πρόβες, πολύ αχρείαστο υλικό, λαμπερές πρεμιέρες, αθέατη δουλειά σε μουβιόλες και γυρίσματα, αναμνήσεις και εμπειρίες που τεμαχίζονται και τοποθετούνται σε μια σειρά που μάλλον καθορίζει το ποιοι (νιώθουμε ότι) είμαστε. Και ένα σαφές τελικό επιμύθιο (παρότι σε μια σκηνή μάλλον ξεκούδουνη και αταίριαστη με την υπόλοιπη ταινία): στον καμβά της ζωής, ποτέ μη διαλέγεις τη μέση οδό, τον μέσο όρο. Γιατί μπορεί τα πάντα να δείχνουν τακτοποιημένα, αλλά σίγουρα δεν θα γίνουν ποτέ συναρπαστικά.
Γιώργος Παπαδημητρίου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr