Δύο δημοσιογράφοι της εφημερίδας The New York Times αναλαμβάνουν το reportage που αποκάλυψε σωρεία καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση και παρενόχληση γυναικών από τον κινηματογραφικό παραγωγό Χάρβεϊ Γουάινστιν.
Καταπληκτικό θέμα, εντελώς λάθος επιλογή σκηνοθέτη! Σημεία των καιρών στο Χόλιγουντ. Προσλαμβάνουμε γυναίκα, διότι το θέμα είναι… γυναικείο, άρα εκείνη θα ξέρει καλύτερα τι να κάνει. Λυπάμαι, αλλά στο σινεμά δεν είναι το φύλο ο παράγοντας που κάνει την ποιοτική διαφορά, αλλά η ικανότητα. Βάλτε δίπλα-δίπλα το «Κάποια Μίλησε» με τη «Βόμβα» (2019) του Τζέι Ρόουτς και θα καταλάβετε το #fail της Μαρία Σράντερ εδώ.
Αρκούν ελάχιστα λεπτά ανέμπνευστης εναλλαγής κακοσκηνοθετημένων πλάνων και άδοξου μοντάζ για να καταλάβεις ότι τούτη η ταινία αντιμετωπίζει ισχυρό δραματουργικό πρόβλημα, καθώς στην ουσία η αφηγηματική γραμμή / ματιά της Σράντερ ακολουθεί (ή τρέχει πίσω από…) ένα πρωτογενές υλικό δημοσιογραφικό, που για να δημιουργήσει μια «ιστορία» και να χτίσει πάνω της μικρές δόσεις σασπένς (πραγματικά, γιατί;), χρησιμοποιεί κάθε είδος εξαντλημένου κλισέ των φιλμ του συγκεκριμένου genre, δίχως όμως την αντίστοιχη δραματική βαρύτητα πρόσφατων τίτλων όπως το «Spotlight» (2015) του Τομ ΜακΚάρθι ή το «The Post» (2017) του Στίβεν Σπίλμπεργκ (εξαιρετικά και τα δύο).
Με μία αφελή σιγουριά, η Σράντερ νομίζει πως το «Κάποια Μίλησε» μπορεί να λειτουργήσει μέσω ενός είδους σκηνοθετικού «αυτόματου πιλότου» μονάχα επειδή το θέμα της ταινίας έχει δύναμη και αφορά (ιδιαίτερα σήμερα). Έτσι, ο άμοιρος θεατής περιορίζεται στην οπτικοποίηση ενός ρεπορταζιακού «storyline» που θέλει τις δύο κεντρικές ηρωίδες του φιλμ να προσπαθούν ν’ αποσπάσουν μαρτυρίες και αποδεικτικά στοιχεία που θα φανερώσουν τη δράση του Χάρβεϊ Γουάινστιν, ώστε να δημοσιεύσουν το άρθρο τους χωρίς να κινδυνεύσει η εφημερίδα τους να συρθεί στα δικαστήρια. Περιττό ν’ αναφέρω πως η όλη εκτέλεση είναι παντελώς βαρετή και οι Κάρεϊ Μάλιγκαν και Ζόι Καζάν εκτίθενται υποκριτικά, καθώς δεν έχουν στοιχειώδεις ρόλους στα χέρια τους (πλην ελαχίστων στιγμών, στις οποίες οφείλουν να παριστάνουν τις μητέρες – συζύγους, έστω σε… αληθοφανή διαμερίσματα της Νέας Υόρκης και ουχί σε χολιγουντιανές φαντασιώσεις καθημερινού βίου) για να δώσουν ζωή στους αληθινούς χαρακτήρες τους.
Η διάρκεια των 129 (!) ανοικονόμητων λεπτών καταδικάζει την αξία του φιλμικού αποτελέσματος, που γυροφέρνει από coffee shops και diners μέχρι χώρους ξενοδοχείων (πετυχημένα αλλά ελαφρώς ντοκιμαντερίστικης υφής τα πλάνα των διαδρόμων, συνοδεία ηχητικών αποσπασμάτων διαλόγων του Γουάινστιν και θυμάτων του) και τα γραφεία της εφημερίδας. Οι γυναίκες δικαιώνονται, το σινεμά όχι. Μαρία Σράντερ, νοίκιασε να δεις το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» (1976) του Άλαν Τζ. Πακούλα, μπας και νιώσεις την κανονική ντροπή που σου αρμόζει, και (για το καλό όλων μας) γύρνα πίσω στη βασική επαγγελματική σου ιδιότητα (εκείνη της ηθοποιού).
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr