Οι πιλότοι του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού προετοιμάζονται ν’ αντιμετωπίσουν τον κόκκινο κίνδυνο, όποτε κι όπου αυτός εμφανιστεί! Το καλοκαίρι του 1950, λοιπόν, οι δυνάμεις της Βόρειας Κορέας περνούν τον 38ο παράλληλο… Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα.
Δεν ξέρω αν αποτελεί αιτία προβληματισμού, όμως, πρόκειται για ακόμη ένα χτύπημα παραπλάνησης. Έπειτα από την κινηματογραφική «μαγεία» (αντί του ουσιαστικού του πράγματος, που είχε να κάνει με τη μάνα του Σπίλμπεργκ!) στη μαρκίζα (και μόνο) του «The Fabelmans», έχουμε τώρα τούτους τους «Ήρωες των Αιθέρων». Όποιος μπει στην αίθουσα έχοντας ψηθεί από το φουλ της αερομαχίας του trailer, περιμένοντας να δει μια κλασική πολεμική περιπέτεια για τον πόλεμο της Κορέας, θα… κλάψει με μαύρο δάκρυ! Διότι αυτό που θα υποστεί είναι ένα ξεχειλωμένο, παλαιομοδίτικου τύπου δράμα, με αρκετά βιογραφικά χαρακτηριστικά (μιας και πρόσωπα και γεγονότα είναι πραγματικά), στο (πολύ…) βάθος του οποίου παραμονεύει το μέτωπο της Κορέας και μια δήθεν αύρα κλασικού Χόλιγουντ. Κιμ, πάτα το!
Ο Τζέσι Μπράουν ήταν ο πρώτος μαύρος πιλότος του Πολεμικού Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών που κατάφερε να ολοκληρώσει το απαιτούμενο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, καταφέρνοντας να λάβει θέση στο cockpit. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’50, στη ναυτική βάση του Ρόουντ Άιλαντ, εκεί όπου σύντομα καταφθάνει ο απόφοιτος της Ακαδημίας της Πολεμικής Αεροπορίας, Τομ Χάντερ. Γίνεται αμέσως wingman με τον Μπράουν και εν μέσω σχετικής εκπαίδευσης, πορωμένων λόγων υπέρ σημαίας και πατρίδος, καλαμπουριών με τους συναδέλφους, ατυχιών και λανθάνοντος ρατσισμού, οι δυο τους εξελίσσονται όχι μόνο σε αφοσιωμένους πιλότους, αλλά και σε πολύ καλούς φίλους, αφού ο Τομ αποδεικνύεται ιδιαίτερα ανοιχτόμυαλος σε θέματα χρώματος, σε αντίθεση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Αμερική της εποχής. Όλη η φάση της προετοιμασίας στο Ρόουντ Άιλαντ, μαζί με τα παρελκόμενά της, που βασικά έχουν να κάνουν με την οικογενειακή ζωή του Τζέσι (παντρεμένος, με ένα μικρό παιδί), είναι βγαλμένα μέσα από το εγχειρίδιο του… «Top Gun» (1986), στο πιο retro του ασφαλώς, με γερές δόσεις από τα σχετικά στερεότυπα (η γειτόνισσα που δεν γουστάρει τους μαύρους, η υπομονετική σύζυγος), δυστυχώς στο απολύτως σοβαροφανές του. Μην περιμένετε, δηλαδή, beach volley και τσάρκες με μηχανές στο ηλιοβασίλεμα, παρά μονάχα ατέρμονη αναμονή εντός αεροπλανοφόρου για εναέρια δράση και μια δόση από χαβαλεδιάρικη έξοδο στις Κάννες (με CGI που βγάζει μάτι), με γκόμενες, ποτό, ξύλο και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ (!) να μπλέκει για κάποιον εντελώς αδιευκρίνιστο λόγο με την υπόθεση.
Με το φιλμ να σέρνεται, αφού έχει ήδη ξεπεραστεί το ήμισυ της διάρκειάς του (σε βαθμό να πιάνω τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται αν ο «ξεχασμένος πόλεμος» της Κορέας έχει ξεχαστεί… στ’ αλήθεια από σκηνοθέτη και σεναριογράφους!), η δράση μεταφέρεται στο πεδίο της μάχης. Σε θεωρητικό επίπεδο, τουλάχιστον, μιας και όσα action και πολεμικά διαδραματίζονται στο τελικό κομμάτι του φιλμ στην ασιατική χερσόνησο, ζήτημα να πιάνουν το πεντάλεπτο. Σκηνές άνευ συνοχής διαδέχονται η μία την άλλη, δίχως να πληροφορούμαστε σε κάποιο σημείο της αφήγησης τι ακριβώς ήταν αυτός ο πόλεμος, ποιος υπήρξε ο ρόλος των Σοβιετικών (μιας και όλες οι προετοιμασίες της αμερικανικής πολεμικής μηχανής γίνονται υπό τον φόβο του ρωσικού μπαμπούλα) ή γιατί οι αμερικανικές δυνάμεις μάχονται τις αντίστοιχες κινεζικές και όχι τις κορεάτικες, που θα ήταν και το πιο λογικό αφού… στην Κορέα έχουν πάει. Ψιλά γράμματα, θα σκεφτεί ίσως κάποιος, όμως, από τη στιγμή που γυρίζεις σοβαρό (υποτίθεται) βιογραφικό δράμα για το συγκεκριμένο πόλεμο, κάτι πρέπει να πεις γι’ αυτόν. Διότι, στην προκειμένη περίπτωση, σίγουρα αφήνεις αρκετούς από τους θεατές με την απορία του… τι στο διάολο είναι αυτός ο 38ος παράλληλος που τόσο κακό είχε προκαλέσει;
Αντί κάποιου ελάχιστου (έστω) ιστορικού υπόβαθρου, δεχόμαστε άφθονο πατριωτικό φρόνημα, χαλαρή αντιρατσιστική διάθεση και μια κάποια προσπάθεια σκιαγράφησης μιας βαθιάς και υπέροχης φιλίας. Και σε αυτό, όμως, το «Devotion» αποτυγχάνει το στόχο του, καθώς σε κανένα σημείο του έργου δεν ένιωσα στ’ αλήθεια πως αυτοί οι δύο είχαν γίνει σαν αδέλφια που θα πέθαιναν για να σωθεί ο άλλος. Γι’ αυτό και η ηρωική πράξη αυτοθυσίας στα χιονισμένα βουνά της Κορέας περισσότερο χαμόγελα απορίας προκαλεί, παρά πηγαίο συναίσθημα (που μάλλον ήταν το ζητούμενο). Αν σε κάτι πετυχαίνει το φιλμ του Τζ. Ντ. Ντίλαρντ, είναι η πληροφορία ότι κάποτε υπήρξε ένα μαύρος πιλότος στην Πολεμική Αεροπορία της Αμερικής που ήταν «ο πρώτος», και πως ο Γκλεν Πάουελ μπορεί να υποδυθεί με χαρακτηριστική άνεση τον wingman, τόσο στη σύγχρονη εποχή (όπως έκανε στο πρόσφατο «Top Gun: Maverick»), όσο και σε περασμένες δεκαετίες. Λέτε να τον δούμε να πιλοτάρει και εναντίον… εξωγήινων;
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Άψυχο ως δράμα, ανύπαρκτο ως πολεμική περιπέτεια. Οι παραδοσιακοί λάτρεις του δεύτερου είδους θα… ξηλώνουν καθίσματα! Οι των multiplex… όπου φύγει! Απευθύνεται σε ένα πιο ενήλικο, σκεπτόμενο κοινό, που γνωρίζει πέντε πράγματα για την ιστορική περίοδο, αλλά ακόμη κι αυτό δεν βλέπω πως μπορεί να ενδιαφερθεί για τα τεκταινόμενα εδώ. Τουλάχιστον, δεν πρόκειται περί «τσίρκου», όπως εκείνη η «Η Ναυμαχία του Μίντγουεϊ» (2019), αλλά έτερον εκάτερον. «Οι Ήρωες των Αιθέρων» ελάχιστα δικαιολογούν τον τίτλο τους, αφού… όλο στο έδαφος βρίσκονται!
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr