Μοβόροι καρχαρίες και ψευδο-ψυχαναλυτικές αναφορές.
Ένας μοβόρος καρχαρίας γυροφέρνει καλοκαιριάτικα στην παραλία του νησιού Amity στις ΗΠΑ κι επιτίθεται μανιωδώς κι ανεξήγητα στους φιλήσυχους Αμερικανούς πολίτες. Μάλιστα, ο άτιμος έχει διαλέξει τις μέρες λίγο πριν την 4η Ιουλίου, την εθνική γιορτή των ΗΠΑ, λες και γνωρίζει ότι οι πολίτες τους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τον εορτασμό εκείνης της χρονιάς: είναι μόλις δύο χρόνια που έχουν αποχωρήσει οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από το Βιετνάμ και ένας χρόνος από την παραίτηση Νίξον λόγω Γουότεργκεϊτ, χωρίς στην ταινία να γίνεται αναφορά σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Άραγε, αυτή η θανάσιμη απειλή που προκαλεί πρωτόγνωρο τρόμο στην αμερικανική κοινωνία, είναι μια φυσική ενσάρκωση του εφιάλτη μετά το τέλος των ψευδαισθήσεων για την αξία τής δημοκρατίας της, για τη δυνατότητα επιβολής στους υπόλοιπους λαούς, συμβολίζει τον αυξημένο φόβο μιας ευαλωτότητας σε εξωτερικές επιβουλές; (όπως, για παράδειγμα, τον «κομμουνιστικό κίνδυνο»).
Πάντως, τέτοιο καρχαρία σε διαστάσεις και επιθετικότητα δεν έχει δει ούτε ο έμπειρος θηρευτής που μεγάλα οστά καρχαριών κοσμούν το σπίτι του ούτε ο ωκεανολόγος που γνωρίζει πολλά γι’ αυτό το είδος. Δεν χορταίνεται η δίψα για κακό και η πείνα για ανθρώπινη σάρκα αυτής της “μηχανής φαγητού” όπως τον χαρακτηρίζουν- κι ας λένε οι επιστήμονες ότι οι καρχαρίες δεν τρέφονται με ανθρώπους, κάτι φυσιολογικό καθώς ζώντας στον πλανήτη πολλά περισσότερα εκατομμύρια χρόνια από εμάς, δεν ανήκαμε ποτέ στη διατροφή τους- ο πολύ μικρός αριθμός επιθέσεων σε ανθρώπους επιβεβαιώνει ότι συνιστούν εξαίρεση ενώ τα δαγκώματα, βάσει των επιστημόνων, είναι ελαφρά δοκιμάζοντας μονάχα τη γεύση της ανθρώπινης σάρκας πριν μας αφήσουν στην ησυχία μας. Έλα όμως που τα βιβλία που διαβάζουν εκείνη την εποχή, βρίθουν φρικτών εικόνων με δαγκώματα καρχαριών, επιβάλλοντας τη βεβαιότητα για τις εχθρικές τους διαθέσεις: η ταινία του Σπίλμπεργκ “μεγάλωσε” εκατομμύρια Αμερικανούς με τρόμο για τους καρχαρίες και χρόνια αργότερα, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να καταρρίψει την εικόνα τους ως ανθρωποφάγων.
Στο κατόπι του Σπιλμπεργκικού τέρατος, βγαίνουν ο πολύπειρος καρχαριο-εξολοθρευτής Κουίντ, ο νεότερος ηλικιακά ωκεανολόγος Χούπερ και ο αστυνομικός του νησιού, Μπρόντι. Ο πρώτος, βετεράνος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, είναι ένας από τους διασωθέντες του καταδρομικού που είχε μυστικά μεταφέρει τα εξαρτήματα της ατομικής βόμβας της Χιροσίμα, όταν οι Αμερικανοί στρατιωτικοί τούς άφησαν στο έλεος του Θεού- και των καρχαριών- λόγω του απορρήτου χαρακτήρα της αποστολής τους. Είναι μισογύνης, αλαζόνας, εξουσιαστικός, κουβαλάει ασυνείδητα την ενοχή της συμμετοχής στο έγκλημα της Χιροσίμα (αν και ο Σπίλμπεργκ δεν ενδιαφέρεται να δώσει ιδιαίτερη θέση στη δραματουργία στα θέματα που άπτονται του ασυνείδητου) και συνειδητά, τον θυμό για την απώλεια των συντρόφων του ανάγοντας την εξόντωση του καρχαρία σε θέμα τιμής. Ούτε λόγος, όμως, κατά τον Σπίλμπεργκ, να στρέψει την οργή του ενάντια στους υπεύθυνους για τον θάνατο των συντρόφων του, πόσο μάλλον να χωρέσει στη σκέψη του ο άδικος θάνατος τόσων ανθρώπων στη Χιροσίμα.
Ο ωκεανολόγος είναι γόνος ευκατάστατης οικογένειας που, ως επιστήμονας κατά τα τότε έμφυλα πρότυπα, ωχριά σε παραδοσιακή αρρενωπότητα μπροστά στον κυβερνήτη τού πλοιαρίου- τότε, βρισκόταν ακόμα στην ανατολή της η νέα εποχή της κυριαρχίας της γνώσης και της τεχνολογίας αντί της εμπειρίας. Και, ο αστυνομικός συμμετέχει αναγκασμένος να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς του φόβους, της ατολμίας του μπροστά στην αποφασιστικότητα του δημάρχου που δεν κλείνει την παραλία ώστε να μην χαθούν τα μεγάλα έσοδα, τον φόβο της ανοιχτής θάλασσας και των κινδύνων σε ένα άγνωστο περιβάλλον (άγνωστο, βέβαια, τι δουλειά έχει ένας αστυνομικός της στεριάς μέσα στον ωκεανό αντί της λιμενικής αστυνομίας). Αυτοί οι τρεις λευκοί άντρες αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς του κράτους (όλα κι όλα, μόνο η λευκή φυλή είναι ικανή ν’ αναλάβει τέτοιες ευθύνες) αλλά ο θαλασσοδαρμένος κυνηγός δεν κατανοεί ότι ο εξοπλισμός του είναι πλέον παρωχημένος (η ξεροκέφαλη προηγούμενη γενιά που αδυνατεί να κατανοήσει ότι οι καιροί πάντα την ξεπερνάνε), ο ωκεανολόγος μόνο επικουρικά συμβάλλει… ποιος, λοιπόν, απομένει για την αντιμετώπιση του θηρίου; Ο αστυνομικός, βέβαια, ένας μάλλον συνηθισμένος άνθρωπος που την κρίσιμη ώρα, όμως, συνδυάζει δύναμη και ορθολογισμό, υπερβαίνοντας τους φόβους και μάχεται αποτελεσματικά… ώστε ο πολίτης πάντα να αισθάνεται προστατευμένος από τα όργανα της τάξης- και, κατά συνέπεια, να έχει πάντα τυφλή εμπιστοσύνη στις διακηρύξεις του κράτους ότι η προτεραιότητά του είναι η ασφάλεια των πολιτών. Ας είμαστε καθησυχασμένοι όσο κρατικοί υπάλληλοι σαν τον Μπρόντι θα αγωνίζονται να διορθώσουν τα ελαττώματα του καπιταλισμού για να γίνεται όλο και πιο ανθρώπινος.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να συνθέσουν μια ενδιαφέρουσα ταινία αλλά ο Σπίλμπεργκ χρησιμοποιεί προσχηματικά τους συμβολισμούς και τις πολιτικές νύξεις με κύριο (αν όχι, μοναδικό) σκοπό την εξέλιξη της ιστορίας και την πρόκληση διαρκούς αγωνίας. Οι χαρακτήρες μένουν στο επίπεδο του τύπου, η μουσική φορτίζει συναισθηματικά είτε τροφοδοτώντας την αγωνία είτε έχοντας έναν επικό τόνο ώστε να αποδιώχνεται κάθε απαισιοδοξία. Βέβαια, η σκηνοθεσία είναι δεξιοτεχνική, δημιουργεί αγωνιώδη ατμόσφαιρα όπου η απειλή που μπορεί να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή παρά το ότι είναι ελάχιστες οι φορές που θα δούμε τον τρομακτικό καρχαρία, με εικόνες αντικειμένων να επιπλέουν στην επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας χωρίς πια τούς κατόχους τους ή των ποδιών των κολυμβητών κάτω από την επιφάνειά της σαν να παρατηρούνται από μια ύπαρξη εκτός πλάνου- μια ατμόσφαιρα που θυμίζει Χίτσκοκ χωρίς όμως να έχει το δραματουργικό και ψυχαναλυτικό υπόβαθρο του μαιτρ παρά μόνο την τεχνική αρτιότητά του. Η φύση των ασυνείδητων ερεθισμών μας είναι νοσηρή λόγω του αυτοσκοπού της ταινίας για φόβο και σοκ, βλέποντας πτώματα χωρίς μάτια και κομμένα πόδια να βυθίζονται σε φυσικό χρόνο. Ο απώτατος σκοπός είναι η δημιουργία ενός αισθήματος καθήλωσής μας έως την παράλυση από τον τρόμο ώστε βγαίνοντας από την αίθουσα κι επιστρέφοντας στην ασφαλή και γνώριμη κανονικότητα, να αισθανόμαστε ότι ζήσαμε μια μοναδική εμπειρία, έχοντας απενοχοποιημένα παραλυμένη κάθε κριτική σκέψη, χωρίς όμως κάτι να μας έχει αγγίξει βαθύτερα. Κι όμως, υπάρχουν αναξιοποίητες δυνατότητες που θα καλλιεργούσαν στοχαστικότητα όπως φαίνεται από την υπέροχη σκηνή στο πλοιάριο όπου οι τρεις πιωμένοι άντρες επιδεικνύουν παλιότερα τραύματά τους σ’ έναν διαγωνισμό επίδειξης ηρωισμού, οι τόνοι έχουν πέσει, οι ερμηνείες γίνονται εσωτερικές μέσα από εξομολογήσεις που, για πρώτη φορά, τούς φέρνουν κοντά.
Αν και σε μικρότερο βαθμό εδώ σε σχέση με τις επόμενες ταινίες του, ο Σπίλμπεργκ είναι πάντα ένας κατ’ ευφημισμόν παραμυθάς: οι ιστορίες του είναι για τους ενήλικους που δεν λαχταράνε να θυμηθούν κάτι από την ξεχασμένη τους παιδικότητα, τότε που το παραβολικό στοιχείο των παραμυθιών μάς εξοικείωνε με τους φόβους μας και, παράλληλα, ταξιδεύαμε νοερά σε άλλους κόσμους.
Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr