ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ - Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Η φιλία, οι οικογενειακές σχέσεις, η ζωή και ο θάνατος, με τους ήρωες και τις ηρωϊδες να προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια μεταβατική, αποξενωμένη κοινωνία, μια Ελλάδα γραφειοκρατίας κι ενός Δημοσίου που κάθε άλλο παρά ενδιαφέρεται για τον πολίτη, απασχόλησαν τον σκηνοθέτη Σωτήρη Γκορίτσα, ξεκινώντας από την πρώτη του ταινία «Δέσποινα», περνώντας από την εμβληματική «Απ’ το χιόνι» και φτάνοντας ως την τελευταία του, γυρισμένη το 2011, «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα». Θέματα, με τα περισσότερα να επανέρχονται με το ίδιο θα σ έλεγα πάθος αλλά και το ίδιο σατιρικό χιούμορ, στη σημερινή ταινία του, «Εκεί που ζούμε», βασισμένη στο βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη και γυρισμένη 11 χρόνια μετά.
Μια μελέτη χαρακτήρων, με τον βασικό ήρωα, Αντώνη Σπετσιώτη (ένας πολύ καλός Προμηθέας Αλειφερόπουλος, με όλο το βάρος της ταινίας να στηρίζεται πάνω του), να τρέχει πάνω κάτω, την ημέρα των γενεθλίων (ημέρα στην οποία διαρκεί και όλη η ταινία), για να τακτοποιήσει θέματα επαγγελματικά αλλά και θέματα οικογενειακά.
Δικηγόρος χωρισμένος, με χόμπι (πάθος θα έλεγα) το θέατρο, χωρίς λεφτά, κυνηγημένος όπως μαθαίνουμε από πολύ νωρίς, από τον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος του για τα απλήρωτα ενοίκια, με παιδικά τραύματα και την αποξένωση από τον πατέρα του (η ταινία αρχίζει με ένα όνειρο που σμίγει την παιδική ηλικία με κατοπινά πρόσωπα, με τον Αντώνη παιδί να φοράει την ποδοσφαιρική φανέλα με το 10), ο Αντώνης ακολουθεί μια ζωή μπερδεμένη, από την οποία όμως δεν έχει χάσει ακόμη την ανθρωπιά του – θα προτιμήσει να βοηθήσει επαγγελματικά και χωρίς αμοιβή έναν επίσης απένταρο, στενό φίλο και τη μητέρα του, παρά να ασχοληθεί με αδιάφορες δίκες που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να πληρώσει τα χρέη του. Η αλλαγή επέρχεται με το ξαφνικό κάλεσμα του πατέρα, τη μέρα των γενεθλίων του, να τον βοηθήσει σ’ ένα ταξίδι που θα εξελιχθεί αρχικά σε μια σύγκρουση για να καταλήξει στην αναγνώριση λαθών και μια καλύτερη βάση αναβίωσης των σχέσεων τους.
«Μόνο που πρέπει να χωρίσουμε για να μιλάμε σαν άνθρωποι» παραδέχεται κάποια στιγμή ο πατέρας, απευθυνόμενος στο γιο του, στο αυτοκίνητο, στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας (είδος ρόουντ-μούβι), ενώ ταξιδεύουν για να παραδώσουν, όπως πιστεύει ο Αντώνης, ένα γερανό, ταξίδι που του αποκαλύπτει, μαζί και σε μας, τις κάθε άλλο παρά νόμιμες δουλειές στις οποίες είναι μπλεγμένος ο απογοητευμένος από μια κοινωνία που τον καταπιέζει και τον εκμεταλλεύεται πατέρας.
Μια ατέλειωτη, εξαντλητική πορεία, φωτογραφημένη με ξεχωριστή φροντίδα από τον Διονύση Ευθυμιόπουλο, δίνοντας την ευκαιρία στον Γκορίτσα να κάνει κι ένα, με σατιρική διάθεση, σχόλιο, πάνω στη γραφειοκρατία (στις σκηνές στο νοσοκομείο) αλλά και γενικότερα σε μια κοινωνία, με τους ανθρώπους της σε ένα συνεχές, εξαντλητικό, όπως και με τον Αντώνη και την πρώην γυναίκα του, τρέξιμο, για την εξασφάλιση του προς το ζειν, σε βάρος όχι μόνο της προσωπικής τους ζωής αλλά και των σχέσεων με την οικογένεια και τους άλλους ανθρώπους γύρω τους.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr