Ο Πολ συναντά τον Χένρι σ’ ένα λεωφορείο. Η νυχτερινή διαδρομή είναι ήσυχη και βαρετή. Πιάνουν την κουβέντα. Ο Χένρι θα τον βοηθήσει σ’ ένα θέμα γραφειοκρατίας ταυτοποίησης και ο Πολ, για να βγάλει την «υποχρέωση», θα τον συστήσει σε κάτι δικούς του ανθρώπους για μια «δουλειά». Ο Χένρι θα τον εμπιστευτεί. Αλλά θα του εξομολογηθεί ότι απεχθάνεται τη βία.
Ο «Άγνωστος» επαναδιατυπώνει θαυμαστά τον τρόπο με τον οποίο ένας σκηνοθέτης μπορεί να τοποθετηθεί επάνω σ’ ένα ήδη υπάρχον φιλμικό είδος. Και είναι το πρώτο αριστούργημα της φετινής κινηματογραφικής σεζόν. Πάρτε βαθιά ανάσα και… μη διαβάσετε σχεδόν τίποτα γι’ αυτό!
[Η κριτική που ακολουθεί είναι απολύτως spoiler free, δείχνοντας σεβασμό προς τον δημιουργό του φιλμ και τους θεατές που οφείλουν να την παρακολουθήσουν δίχως να γνωρίζουν ακριβή στοιχεία… ακόμη και για το genre στο οποίο ανήκει!]
Το αυστραλέζικο σινεμά, συνήθως, «διχάζεται» σε δύο γραμμές / προσανατολισμούς: από τη μία έχουμε το «γιορτινά» φωνακλάδικο gay θέαμα των κομεντί κι από την άλλη, ένα «αρρωστημένα» ψυχρό και κατάμαυρο σύμπαν θριλερικών ταινιών, οι οποίες (ενίοτε) αντλούν για τη σεναριακή τους βάση στοιχεία από τον εγκληματικό βίο της χώρας. Το δεύτερο ισχύει για τούτο εδώ το φιλμ, που μου θύμισε ελαφρά την πρώτη μου γνωριμία με το σινεμά του Τζάστιν Κερζέλ και το «Snowtown» (2011). Αμφότερα έργα βασισμένα σε αληθινές ιστορίες ανθρώπινης… φρίκης. Ο Τόμας Μ. Ράιτ, όμως, στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα (έχει μεγάλο βιογραφικό ως ηθοποιός), δεν «αντιγράφει» το ύφος κανενός άλλου δημιουργού, ούτε και σε υποψιάζει εξαρχής για το που μπορεί να οδηγεί αυτός ο «Άγνωστος».
Η ταινία ξεκινά με συμβουλές για… εισπνοές και εκπνοές, αφού πρώτα κλείσετε τα μάτια σας! Εστιάζει στην αναπνοή σας, διότι είναι κάτι το ιδιαίτερα χρήσιμο σε σχέση με το δίωρο που ακολουθεί. Ο αέρας της εισπνοής μπορεί να είναι καθαρός, σε αντίθεση μ’ εκείνον της εκπνοής, που μπορεί να «αναδύει» μια μαυρίλα ζοφερή από το μέσα σας. Εκείνη του άγχους, του stress και των ανησυχιών σας. Των συναισθημάτων αυτών που ο Ράιτ θα φροντίσει να διογκώνει σταδιακά, μέχρι να μοιραστείτε το συνειδησιακό βάρος του κεντρικού ήρωα του φιλμ. Μέχρι η αμφιβολία γύρω από τα δρώμενα της ταινίας ν’ αρχίσει να σας πνίγει και να σας δυσκολεύει ν’ αναπνεύσετε! Μπορεί να είναι φανταστικές οι υποψίες σας για πράγματα που θα συμβούν ή, απλά, ο νους σας πηγαίνει στα χειρότερα;
Την απάντηση τη δίνει… το μοντάζ (θα το νιώσετε από τα πρώτα κιόλας λεπτά, μ’ ένα «gap» χωροχρόνου που ξαφνιάζει)! Ο Σάιμον Ντζου (του «The Babadook» και του αρκετά controversial «The Nightingale») κάνει ουσιαστική σπουδή στη δημιουργία, την (κρυμμένη) τονικότητα και το χτίσιμο του μυστηρίου, ως συνοδοιπόρος της «ύπουλης» αφήγησης του Ράιτ. Και οι δύο μαζί κάνουν τον θεατή να ξεχνά την έννοια του χρόνου στην πλοκή και παίζουν μαζί με τη σκέψη του σε σχέση με τη γραμμικότητα της ιστορίας. Η δουλειά τους είναι υποδειγματική και, ειδικά σε συνάρτηση με το genre το οποίο υπηρετούν, ανήκει σε… τμήματα μαθημάτων κινηματογραφικών σχολών!
Η ιστορία δείχνει (ή είναι…) απλή. Ένας τύπος συναντά έναν άγνωστο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα και για τους δυο τους. Θα τα βρουν κάπως φιλικά, σαν άνδρες. Θα προκύψει ένα αίσθημα αλληλεγγύης κι εμπιστοσύνης. Και κάποια στιγμή θα εμφανιστεί κι ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο θα εισάγει τον (πάντοτε άγνωστο…) χαρακτήρα που αντιμετωπίζουμε ως κεντρικό ήρωα σε μονοπάτια παρανομίας και οργανωμένου εγκλήματος. Για τα υπόλοιπα, είπαμε, βαθιά ανάσα!
Τρίτος μέγας «πρωταγωνιστής» του φιλμ, μετά τη σκηνοθεσία και το μοντάζ, είναι ο τσελίστας Όλιβερ Κόουτς, ο οποίος υπογράφει το score, μια αδυσώπητα υπόγεια σειρά από μουσικές συνθέσεις ατμοσφαιρών που δημιουργούν κυριολεκτικές εντάσεις (μιλάμε για επίπεδο τρέμουλου!), για να φτάσουν σε εντελώς αναπάντεχα ύψη συγκινησιακής φόρτισης. Ένα εξαιρετικό τρίπτυχο συνεργασίας, ολοφάνερα αρμονικής. Δίχως να παραγνωρίζω το «ψαρωτικό» παίξιμο των Τζόελ Έτζερτον και Σον Χάρις (πρωτίστως), οι οποίοι βουτάνε με εύθραυστη ισορροπία σε ρόλους αντίπαλου δέους, με «manual» ένα σενάριο που κρίνει βαθιά την ψυχολογία της κτηνωδίας με «ανθρώπινη» περιβολή, δίπλα στην απαιτούμενη αντοχή και τα δίχως επούλωση τραύματα του απέναντι «μετώπου».
Δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Κρατώ το όνομα του Τόμας Μ. Ράιτ σαν κάτι που θα μας απασχολήσει ξανά (και μάλλον σοβαρά) στο μέλλον και αναζητώ την πρώτη του ταινία (το «Acute Misfortune» από το 2018), για να καταλάβω λίγο καλύτερα με τι έχουμε να κάνουμε. Διότι με τον «Άγνωστο» έφτασε μέχρι το τμήμα του Un Certain Regard των Καννών φέτος…
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Είναι θρίλερ. Που τσιτώνει νεύρα. Χωρίς αίμα. Αν αυτό αποτελεί δεύτερο δείγμα σκηνοθετικής γραφής, τι να λέμε τώρα… Έργο ατμόσφαιρας, για σινεμά. Που το πηγαίνει μπροστά, τηρώντας κανόνες genre. Για θεατές που το σέβονται αυτό το τελευταίο.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr