Μια μέρα στη ζωή ενός νεαρού δικηγόρου που ξεκινά με τον σπιτονοικοκύρη του να τον κυνηγά για τα χρωστούμενα, συνεχίζεται στην Ευελπίδων με την εκδίκαση μιας υπόθεσης δανείου και οικονομικής εξαπάτησης, και συνεχίζεται τελείως απρόβλεπτα κάπου ανάμεσα στο τραγικό και το φαρσικό, το κοινωνικό και το προσωπικό, μέσα από μια απροσδόκητη συνάντηση με τον πατέρα του– ο οποίος δεν του έχει πει καν χρόνια πολλά για τα γενέθλιά του.
Ο Γκορίτσας επιστρέφει με μια πικρή σάτιρα μιας κάποιας μετα-πασοκικής νεοελληνικής πραγματικότητας, με μια ταινία που χωρίς να αποφεύγει μπόλικες ευκολίες (σε επίπεδο χαρακτήρων αλλά και εσωτερικής λογικής αρκετών σκηνών) απλώνει την ιστορία της και την κοινωνική της ματιά μέσα από έναν αφηγηματικό σκελετό εντυπωσιακής δόμησης. Η μέρα του δικηγόρου (Προμηθέας Αλειφερόπουλος σε μια διαρκή κατάσταση θλίψης) αποτελείται από μικρά, σχεδόν θεατρικά επεισόδια και συναντήσεις με αξιομνημόνευτους χαρακτήρες από το παρελθόν του ή κάτι που θα μπορούσε να είναι και παράλληλες ζωές του.
Σα διαφορετικά φαντάσματα που είναι εκεί για τον καθοδηγήσουν στην ανάγνωση και αντιμετώπιση μιας αποπνικτικής προσωπικής κατάστασης, όλοι αυτοί οι περιφερειακοί παίχτες μοιάζουν με τον τρόπο τους να προσπαθούν να βρουν θέση μέσα στην προσωπική τραγωδία του ήρωα, ενός μοναχικού, υπερχρεωμένου, πηγμένου σε μια δουλειά χωρίς αντίκρυσμα νέου, ενός κοινωνικού ζόμπι σε μια κοινωνία ρεταλιασμένη. Συναντήσεις άλλοτε κωμικές, άλλοτε δραματικές, άλλοτε καρτουνίστικες, άλλοτε τραγικές (με ένα ensemble που περιλαμβάνει ονόματα όπως την Μαρία Καλλιμάνη, τον Αργύρη Μπακιρτζή, του Γιούλικα Σκαφιδά, τον Μάκη Παπαδημητρίου, την Λένα Παπαληγούρα) που τον φέρνουν αντιμέτωπο με το μεγαλύτερό του προσωπικό κενό: Την απόσταση από τον πατέρα του (Στέλιος Μάινας, στιβαρός, η ψυχή της ταινίας).
Η ταινία μετασχηματίζεται από ένα ημερήσιο σατιρικό στριπ σε μια τραγικωμική road movie για τον χαμένο δρόμο μιας ολόκληρης χώρας. Όταν ο Γκορίτσας ενώνει πολύ ουσιωδώς την ταινία με το προ 25ετίας “Βαλκανιζατέρ” του, δεν πρόκειται απλώς για ένα κλείσιμο του ματιού, αλλά για μια πικρή διαπίστωση του πώς η Ελλάδα της ανάλαφρης κομπίνας διακτινίζεται στο σήμερα– δίχως χρήματα (ακόμα), δίχως έλεγχο καμίας μοίρας, δίχως, δίχως, δίχως. Είναι πολύ σκληρό αυτό που λέει ο Γκορίτσας και χρήζει εξέτασης και κουβέντας– ταυτόχρονα, σε προσωπικό επίπεδο είναι ένα πολύ λειτουργικό δράμα το οποίο ελέγχει μέχρι τέλους.
Μέσα όμως στην πικρία και την αναγωγή τόσων προβλημάτων στο ατομικό (φλερτάροντας με τα όρια της προσωπικής επιλογής κιόλας), αυτό που απουσιάζει πλήρως είναι η ίδια η κοινωνία. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί, πέρα από το να αποτελούν κάποιους εύκολους σατιρικούς στόχους, και δεν υπάρχει σύστημα, δεν υπάρχει Μηχανή. Υπάρχουν απλώς κάποιοι περίεργοι που απεργούν, χωρίς να δηλώνονται οι στόχοι ή έστω μια εμφάνιση εκείνου στο οποίο αντιτίθενται. Υπάρχουν απλώς οι αφελείς που την πατάνε, κι όχι ένας ολόκληρος μηχανισμός που αφαιμάζει και στοχοποιεί– το σκάνδαλο Πάτση κάνει έξαφνα την ταινία να μοιάζει ακόμα πιο καίρια, αλλά σε πολιτικό επίπεδο το φιλμ δεν ανταποκρίνεται.
Η φροντίδα σε επίπεδο κεντρικών χαρακτήρων και η βαθιά συναισθηματική φροντίδα, καθώς κι η πίκρα που περιβάλλει τα πάντα, δεν αφήνουν ποτέ την ταινία να φτάσει στην αντιδραστικότητα, ενώ σε επίπεδο αφηγηματικής φόρμας ο Γκορίτσας δοκιμάζει κάτι ενδιαφέρον το οποίο καταφέρνει να ελέγξει απόλυτα (σε μια τακτοποιημένη, ικανότατη διάρκεια 90 ακριβώς λεπτών), συγκινώντας. Ένα πιο μεστό κοινωνικό βλέμμα θα επέτρεπε στην ταινία να κάνει την υπέρβαση.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr