Είναι σαν να βλέπεις σε μια ταινία περίπου τρίωρης διάρκειας όχι μια αφήγηση ξεχειλωμένη αλλά αντίθετα μια αφήγηση εννιάωρης διάρκειας συμπυκνωμένη που ρέει σαν να περνάς από τη μια σκηνή στην άλλη “ομαλά” και “ανάλαφρα” θαρρείς και κάποιος σε οδηγεί με το δικό σου αυτοκίνητο.
Σκηνή: Στο μισοσκόταδο η γυναίκα μπροστά και ο άντρας πίσω της, ξαπλωμένοι στο πλάι στο κρεβάτι, με τα μάτια ανοιχτά. Η γυναίκα αρχίζει να αφηγείται χαμηλόφωνα το σενάριο της.
-Στην προηγούμενη ζωή της ήταν μια ποταμίσια λάμπραινα... Ήταν μια ευγενής λάμπραινα. Δεν επιτίθετο στα ψάρια που περνούσαν μπροστά της, όπως έκαναν οι άλλες λάμπραινες. Κολλούσε το στόμα της σ΄έναν βράχο του βυθού κι έμενε εκεί να ταλαντεύεται... (Παύση, αυτός την φιλάει από πίσω στο λαιμό.) Κολλημένη στον βράχο. Και αφηνόταν να ταλαντεύεται, ακριβώς όπως τα φύκια. Δεν θυμάται πώς πέθανε. Πέθανε από πείνα; Την έφαγε κάποιο ψάρι; Θυμάται μόνο πως ταλαντεύοταν στο βυθό του ποταμού. (Γυρνάει προς το μέρος του και τον φιλάει στο στόμα ξανά και ξανά.) Στο δωμάτιο του Γιάμαγκα ξαφνικά καταλαβαίνει. Ότι κάνει το ίδιο και σε αυτήν τη ζωή. Όπως η λάμπραινα του βυθού δεν ξεκολλάει από το δωμάτιο του Γιάμαγκα. (Ενώ τον φιλάει στο στόμα, κατεβάζει το χέρι της χαμηλά στο σώμα του.) Αν το καλοσκεφτείς, η ησυχία σε αυτό το δωμάτιο, μοιάζει με την ησυχία του βυθού. (Συνεχίζει να μιλάει, αναστενάζοντας με ηδυπάθεια, σαν να του λέει ερωτόλογα.) Ο χρόνος σταματάει... Το παρελθόν και το παρόν ξεθωριάζουν...
(Καθώς ανεβαίνει πάνω του ερωτικά, αυτός λέει.)-Τότε, ξαναγίνεται λάμπραινα.
(Καθώς ορθώνεται καβαλώντας τον, του απαντάει.) -Τότε, αυτή αυνανίζεται στο κρεβάτι του Γιάμαγκα. Βγάζει ένα ένα, όλα της τα ρούχα. (Βγάζει το πάνω ρούχο που φοράει, γέρνει πάνω του και τον φιλάει.) Το είχε απαγορεύσει στον εαυτό της (κουνώντας τη λεκάνη της) αλλά δεν μπορεί να σταματήσει. Δάκρυα τρέχουν, μουσκεύοντας το μαξιλάρι. (Τρίβει το μάγουλό της στο γυμνό στήθος του.) Σκέφτεται ότι αυτά τα δάκρυα είναι το σημάδι που θα αφήσει σήμερα. Τότε κάποιος έρχεται στο σπίτι. Ακούγεται η πόρτα... (Ορθώνεται πάλι καβάλα πάνω του και λικνίζεται.) στον κάτω όροφο. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο και παρατηρεί ότι έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. (Αφηρημένη, ενώ συνεχίζει να κινείται ερωτικά, σαν βλέπει την εικόνα που αφηγείται νοερά.) Είναι ο Γιάμαγκα; Ή ο πατέρας του; Είναι η μητέρα του; Ακούει αυτό το άτομο ν' ανεβαίνει τις σκάλες. Τελείωσαν όλα. Αλλά τουλάχιστον μπορεί επιτέλους να σταματήσει... Όλα θα τελειώσουν επιτέλους... (Αυτός καλύπτει με το χέρι του τα μάτια, σαν απελπισμένος.) Μπορεί επιτέλους να ξεφύγει από τη μοίρα της προηγούμενης ζωής της... θα γίνει ένας νέος άνθρωπος... Η πόρτα ανοίγει. (Αυτή κινείται πιο γρήγορα, βγάζει πνιχτές κραυγές ηδονής.) (Τελειώνει.) (Ξαπλώνει πάνω του, κρύβει το πρόσωπό της στο στήθος με τα μαύρα μαλλιά απλωμένα.) (Αυτός τραβάει το χέρι από το πρόσωπο του, δεν την αγκαλιάζει, κοιτάει ψηλά ανέκφραστος, με βλέμμα απλανές.) Μουσική.
Αυτή η σκηνή, νομίζω, συμπυκνώνει το νόημα που διατρέχει όλη την ταινία, ακόμη και στα (φαινομενικά) πιο ετερόκλητα μέρη της: Καθώς σημαίνει ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής αυτών των δύο κεντρικών χαρακτήρων, καλλιτέχνες και οι δυο, όσα προηγήθηκαν και όσα θα ακολουθήσουν, (η απώλεια ενός παιδιού πριν και η απώλεια της αγαπημένης μετά) δεν μπορούν να ακυρωθούν ως προς την οδύνη και τη σύγχυση που προκαλούν, αλλά μπορούν να μεταπλαστούν σαν “μεταφορές”, αλλάζοντας σημασία, σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις.
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ταινίας, στο έρημο χιονισμένο τοπίο, πάνω από ένα σπίτι που θάφτηκε σε μια κατολίσθηση ο κύριος Καφούκα, σ' έναν μονόλογο υψηλής δραματικής έντασης, ο Ότο εκφράζει την απελπισμένη του επιθυμία να γύριζε ο χρόνος πίσω και να ξανάβρισκε την αγαπημένη γυναίκα... αλλά ο χρόνος στην πραγματική ζωή των ανθρώπων ποτέ δεν γυρίζει πίσω, παρά ως ανάμνηση στην οποία δεν μπορεί να παρέμβει διορθωτικά... ίσως, μόνο αν καταφέρει να μεταπλάσσει αυτό το “υλικό” σε κάποιο έργο τέχνης, λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό. Όπου κι εμείς οι θεατές αυτού του έργου, που είμαστε προνομιούχοι ως προς αυτό του χρόνου το ανεπίστρεπτο... μπορούμε να ξαναδούμε το πρώτο μέρος της ταινίας, πάλι από την αρχή, τώρα που ξέρουμε τις απαντήσεις σε όσα μας φαίνονταν πριν να είναι “παρεξηγήσιμα” και με σεναριακά “κενά”. Διότι στην πρώτη θέαση της, ανυποψίαστοι κι εμείς, απλώς είδαμε τη διαδικασία αυτής της μετάβασης, όπως τη βιώσε τραυματικά μέσα από μια διπλή απώλεια, με “ασυνέχειες” και “επαναφορές” ο δρων καλλιτέχνης ήρωας της ταινίας.
Όπως η συμβουλή που δίνεται στον ηθοποιό της θεατρικής πράξης από τη διαδικασία της πρώτης ανάγνωσης του κειμένου έως τη συνέχεια των προβών, κάθε φορά να επανέρχεται στο κείμενο: «Δεν μπορείς να ελέγξεις τον εαυτό σου πολύ καλά... Κοινωνικά αυτό είναι κακό. Όμως δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα για έναν ηθοποιό. Στην ακρόαση και τις πρόβες δεν πήγες άσχημα. Μπορείς να δοθείς στους συμπρωταγωνιστές σου. Κάνε το ίδιο και στο κείμενο. Παραδώσου και αντέδρασε στο κείμενο... Το κείμενο σου θέτει ερωτήματα. Αν το ακούσεις και αντιδράσεις, το ίδιο θα συμβεί και σε σένα.»
Σωτήρης Ζήκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinephilia.gr