Ο σκηνοθέτης Μπρετ Μόργκεν παρέδωσε μια μεθοδικά καλειδοσκοπική ταινία σπάνιας ομορφιάς σε μουσική & εικόνες, με θέμα την εκρηκτική, παγκόσμια αύρα του Ντέιβιντ Μπόουι.
Τα συνολικά πλεονεκτήματα, που αποπνέει η αισθητική του έργου, δικαιώνουν τον δημιουργό, ο οποίος παρουσίασε ένα ακόμη διαχρονικό, μουσικό ντοκιμαντέρ.
Υπόθεση
Ανάλυση
Γενικώς…
Η αλήθεια είναι, ότι εάν ορισμένοι Σινεφίλ εκτιμούν τα διαδραστικά, γοητευτικά ντοκιμαντέρ, που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα όρια μιας μονοδιάστατης, ερευνητικής αφήγησης, τότε αυτό το μεθοδικά καλειδοσκοπικό έργο θα το λατρέψουν! Υπάρχει εκρηκτικότητα στην αποτύπωση μιας σπάνιας πρωταγωνιστικής, παγκόσμιας προσωπικότητας. Αλλά παράλληλα εμπεριέχεται και έξυπνη, εκλογικευμένη σκέψη παρουσίασής της στην Ιστορία της Μουσικής και των Τεχνών.
Η φράση “αισθαντική προσέγγιση” θα ήταν ανεπαρκής για μια τέτοια πανδαισία μουσικής και εικόνων σε τούτη την ταινία. Εάν χρησιμοποιείται κατά καιρούς το δίκαιο επιχείρημα αναγκαίας προτροπής για παρακολούθηση στη Μεγάλη Οθόνη, τότε εδώ βρίσκεται επακριβώς ένας από τους σημαντικότερους ορισμούς αυτού του κανόνα. Η επεξεργασία στον ήχο της ταινίας είναι απολαυστική! Το ίδιο και στα τραγούδια, που ακούγονται ιδανικά στο μουσικό ντοκιμαντέρ. Τα επιμελήθηκε ο μουσικός παραγωγός Τόνι Βισκόντι, γνωστός για τα πολλά χρόνια σχετικής παραγωγής του στη δισκογραφία του Μπόουι.
Οι οπτικές παραστάσεις στην ταινία αποδεικνύονται επιβλητικές για τον Σινεφίλ. Χρώματα, ενέργεια, έμπνευση, απελευθέρωση μιας ατομικότητας και επέκταση-επίδραση σε εκατομμύρια άλλες ζωές, καλλιτεχνική δημιουργικότητα, πρωτότυπη μουσική και κυρίως αντισυμβατική αύρα πρωταγωνιστή και έργου είναι υπαρκτές έννοιες, που θα χαραχθούν στο μυαλό των Σινεφίλ! Διακρίνονται ύστερα και πιο σκοτεινοί χρωματισμοί, οι οποίοι αποκαλύπτουν εκλογικευμένα τη μουσική δημιουργικότητα του εν λόγω καλλιτέχνη! Αφού προηγουμένως φυσικά κατακλειστεί η νόηση κάθε θεατή από μια οπτικοακουστική απόδραση, δίχως πραγματικά όρια χωροχρόνου.
Επιτυχημένη Κεντρική Ματιά
Η φιλοσοφία του Ντέιβιντ Μπόουι θα ταξιδέψει τολμηρά από αποφθέγματα του Φρίντριχ Νίτσε προς την παρατήρηση βουδιστικής αντίληψης. Από παρακολούθηση της αυθάδειας κάθε ανθρώπου που παριστάνει το θεό σαν ματαιόδοξος ροκ σταρ, προς μουσικές λυτρωτικές περιπλανήσεις, διαμέσου της ελπιδοφόρας για κάθε νιότη, εξωγήινης περσόνας, Ziggy Stardust. Η αποτύπωση των καλλιτεχνικών ιδεών του πρωταγωνιστή Ντέιβιντ Μπόουι μάς ξεναγεί στο ντοκιμαντέρ, διατηρώντας ακμαίο το ενδιαφέρον για τη διαφοροποιημένη κατά καιρούς μουσική ή τις συνεσταλμένες εικαστικές εκφράσεις του ιδίου.
Το σημαντικότερο όμως, για την ορθή ανάγνωση της Μνήμης αυτού του παγκοσμίου βεληνεκούς καλλιτέχνη, θα είναι πάντοτε, ότι ο ίδιος δεν έβαλε ποτέ όρια στην έκφραση της ψυχής του! Από την απρόβλεπτη εξωτερική εμφάνισή του με ιδιαίτερες ενδυμασίες και μακιγιάζ ή μίνιμαλ στιλιστικές εμφανίσεις, μέχρι και την γενναία εγκεφαλική αναμέτρηση με όσες Τέχνες εκείνος καταπιάστηκε. Με πολυποίκιλες, ενδιαφέρουσες συνολικές δράσεις, μα πάντοτε διαβιώσασες σε έναν κοινό τόπο εκπεφρασμένης νοητικής απελευθέρωσης.
Με την παραδοχή στην αναζήτηση της εξελισσόμενης κοινωνικής του ανδρόγυνης ταυτότητας και στην σταθερότητα της αμφιφυλοφιλίας του. Με την έκθεση σε μέσα μαζικής ενημέρωσης και την επιλεκτική απομόνωση από αυτά. Με την αρχική εργένικη, αξιοπρεπή ζωή, έχοντας ερωτικές σχέσεις με συντρόφους και των δύο φύλων ή την μετέπειτα προσωπική επιλογή του ευτυχισμένου έγγαμου βίου με αποκλειστική ερωτική σύντροφο την Αφροαμερικανίδα (καταγωγή από Σομαλία) supermodel και ηθοποιό σύζυγό του, εντυπωσιακή Ιμάν (Ζάρα Μοχάμετ Αμπντουλματζίντ).
Ο Ντέιβιντ Μπόουι κατάφερε να εξαντλήσει τη φαντασία της ψυχής του! Και το πέτυχε απρόσκοπτα από τον 20ο μόλις αιώνα, όταν άλλοι καλλιτέχνες στην εποχή του δεν το διανοούνταν καν. Και αυτό ακριβώς καταγράφεται στην επιτυχημένη κεντρική ματιά από το αξιόλογο, μουσικό ντοκιμαντέρ του Μπρετ Μόργκεν! Δηλαδή, ο διαχρονικός τρόπος σκέψης του αληθινού, ανεπανάληπτου πρωταγωνιστή του.
Πιο Αναλυτικά…
-
Αν και μοιάζει να περιπλανιέται στο χωροχρόνο μεταξύ γης και φανταστικών, σεληνιακών διαστάσεων υπό αστρόσκονη, το ντοκιμαντέρ έχει στην πραγματικότητα μια γήινη δομή. Ο πρόλογος περιγράφει την επικέντρωση του πρωταγωνιστή στην αποκάλυψη εξωτερικής εμφάνισης του φιλοσοφικού νοήματος της ζωής. Και έτσι ακριβώς θα κλείσει ο επίλογος της ταινίας. Η ενδιάμεση εξέλιξη αφορά την άνθιση της καλλιτεχνικής οντότητας του Ντέιβιντ Μπόουι. Αυτή παρουσιάζεται ορθά στην ταινία, σαν να εμφανίστηκε από το πουθενά στον κόσμο.
Η δε σύνδεση του εκκεντρικού μουσικού με την ίδια τη μουσική Ιστορία του 20ου αιώνα επιτυγχάνεται έξυπνα. Ο Μπόουι συνδέεται συναισθηματικά με τους θαυμαστές του και επικοινωνιακά με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τον ανθρώπινο παράγοντα αυτής της κοινωνικοποιημένης, αναπόφευκτης διαμεσολάβησης αποτελούν οι δημοσιογράφοι. Είτε “γραβατοποιημένοι,” συντηρητικοί δημοσιογράφοι με άστοχα σχόλια, είτε πνευματικά καλλιεργημένοι παρουσιαστές εκπομπών που κατάφεραν “κάπως” σε συνεντεύξεις να ερμηνεύσουν αυτή την ασυνήθιστη ψυχοσύνθεση. -
Ο πρωταγωνιστής του ντοκιμαντέρ “Moonage Daydream” ήταν ένας από τους λίγους καλλιτέχνες, ο οποίος θα μπορούσε να διατηρήσει το ενδιαφέρον του κοινού ακμαίο, με solo κυρίαρχη αφήγηση-καταγραφή μέχρι το τέλος της ταινίας. Εκεί ακριβώς στηρίχτηκε η παράτολμη, κινηματογραφική άποψη του ταλαντούχου δημιουργού Μπρετ Μόργκεν.
-
Η συμμετοχή-έκφραση του Μπόουι στις Τέχνες. Ορισμένα αποσπάσματα του ντοκιμαντέρ έχουν ιδιαίτερη σημασία, περιγράφοντας τις καλλιτεχνικές επιρροές του Ντέιβιντ. Το παραδοσιακό ιαπωνικό θέατρο Καμπούκι, η συνεργασία της μουσικής τριλογίας (1977-1979) με τον εγκεφαλικό συνθέτη Μπράιαν Ίνο στο Βερολίνο, η πρωταγωνιστική συμμετοχή στην ταινία “Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λώρενς” (1983) του σκηνοθέτη Ναγκίσα Όσιμα, η μυσταγωγική κατανόηση της μουσικής του Φατς Ντόμινο χωρίς το περιεχόμενο των στίχων, είναι μερικές από αυτές.
-
Η αναφορά μιας καθοριστικής, αλλιώτικης επιρροής στη ζωή του Μπόουι. Ο ετεροθαλής αδελφός του αποτέλεσε εισαγωγικό πρότυπο σπάνιας αντίληψης για το μελλοντικό, μαγνητικό βίωμα στο μονοπάτι των Τεχνών. Του μετέδωσε έναν διαφορετικό τρόπο, πιο ώριμης σκέψης, από άλλους ανθρώπους. Αντιμετώπισε αργότερα σχιζοφρένεια. Ο Μπόουι όμως δεν ξέχασε ποτέ, το πόσο πολύ τον βοήθησε εκείνος να εξελιχθεί καλλιτεχνικά, αν και συζήτησαν για όχι και τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
-
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ντέιβιντ ανάμεσα στα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου. Ο ίδιος ξεχωρίζει, ακόμη και από μερικά παιδιά που έκαναν προσπάθειες, για να ποζάρουν.
-
Η αφήγηση του Μπόουι για τη διδακτική, συνειδητοποιημένη επιλογή διαμονής του στο Λος Άντζελες. Ο ίδιος ένιωθε, πως δεν ανήκε εκεί. Ο Μπόουι μισούσε το Λος Άντζελες. Μα επιδίωκε να μείνει για λίγο καιρό εκεί, θεωρώντας τη διαμονή αυτή σαν μια σημαντική πρόκληση, προκειμένου να ανασυγκροτηθεί η δυναμική του χαρακτήρα του.
Μειονεκτήματα ταινίας
-
Κάποια στιγμή, κατά προσέγγιση στο τέταρτο προς πέμπτο μέρος του έργου (εάν επιχειρούσαμε δηλαδή να προσεγγίσουμε τη δομή της ταινίας κάπως πιο αναλυτικά-τακτοποιημένα), το ντοκιμαντέρ περνά σε μια κινηματογραφική διάρκεια άτσαλης χρονικής σφαίρας, όπου χάνεται τότε αναίτια η προηγηθείσα μαγεία του. Εκεί βλέπουμε στοιχεία βραδύτητας στην μέχρι πρότινος ποιοτική ροή, με θέαση μάλιστα από πλάνα τηλεοπτικού αρχείου τα οποία δεν είναι κολακευτικά σε ευκρίνεια.
-
Έπειτα, αρχίζουμε ξαφνικά να βρισκόμαστε στις δεκαετίες 1980 και αργότερα 1990. Δεν υπάρχει κάποια σχετική επιγραφή τότε. Προκύπτει απλώς η πληροφορία από την αφήγηση. Το μειονέκτημα εδώ είναι το εξής: Χωράει άραγε ο διαχρονικός Ντέιβιντ Μπόουι ανάμεσα στις δεκαετίες; Απλά όχι. Δεν ταιριάζει με την κεντρική φιλοσοφία του ντοκιμαντέρ κάτι τέτοιο. Διότι σε τούτες τις αταίριαστες στιγμές χάνεται ο κεντρικός στόχος μέσα στο μουσικό ντοκιμαντέρ, σχετικά με την επικοινωνία του άπιαστου ονείρου για το φαινόμενο Μπόουι.
Πόσο μάλλον, όταν ο -στην πραγματικότητα ανέκαθεν αειθαλής- Μπόουι αποσπασματικά, εξαιτίας του λανθασμένου τότε μοντάζ της ταινίας, φαινόταν δυστυχώς σαν να μιζεριάζει! Φερειπείν, στις κουβέντες του έρχονται τότε στο προσκήνιο συντηρητικές αντιλήψεις, κάνοντας λόγο για δύσκολες ηλικίες των 35 (!) και 45 (!) ετών, αντιστοίχως. Όχι, ειλικρινά αυτό το στοιχείο δεν φάνηκε να τον περιγράφει καθόλου σωστά. -
Είναι πράγματι ενδιαφέρον να αποτελεί ένας τέτοιου βεληνεκούς καλλιτέχνης τον κυρίαρχο πρωταγωνιστή του μουσικού ντοκιμαντέρ, μα ακόμη και τότε παραμένει γενικότερα μια ελλιπής κινηματογραφική άποψη. Διότι σίγουρα, όλοι θα θέλαμε να ακούσουμε και άλλες προσωπικότητες, που τον πλαισίωναν. Λόγου χάριν, άτομα από τον χώρο των Τεχνών ή οικογενειακά του πρόσωπα, τα οποία θα είχαν κάνει πολύτιμες, λακωνικές καταθέσεις, συνεισφέροντας στο ντοκιμαντέρ από συναισθηματική και ερευνητική άποψη (ο Μπρετ Μόργκεν στο “ Cobain: Montage of Heck” το κατάφερε). Αλλά, δυστυχώς, εδώ δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Μην ξεχνάτε, ντοκιμαντέρ σημαίνει και επικοινωνία-επιβεβαίωση της έρευνας μέσα από καθρεπτισμό συσχετισμένης ανθρώπινης παρουσίας.
Γιάννης Κρουσίνσκυ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα eretikos.gr