Πράξεις αλληλεγγύης
Στις 26 Απριλίου 1986, ο κόσμος πάγωσε! Μία έκρηξη η οποία σημειώθηκε στον αντιδραστήρα 4 του Πυρηνικού Σταθμού Παραγωγής Ενέργειας στο Τσερνόμπιλ της Ουκρανίας, είχε ως αποτέλεσμα να απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες ραδιενέργειας. Η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός και αυτό είχε ως αποτέλεσμα η περιοχή να εκκενωθεί με καθυστέρηση μιάμιση ημέρας. Όταν έγινε γνωστό πως η εκκένωση αφορούσε περίπου 100.000 ανθρώπους, τότε μόνον ο υπόλοιπος κόσμος άρχισε να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης.
«Έγινε ένα ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνόμπιλ. Ένας από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες υπέστη ζημιά. Οι συνέπειες του ατυχήματος αντιμετωπίζονται. Έχει παρασχεθεί βοήθεια για τυχόν πληγέντες και έχει συσταθεί ερευνητική επιτροπή». Με αυτό το σύντομο μήνυμα μετέδωσε η σοβιετική τηλεόραση το γεγονός, κι αυτό 2 μέρες μετά την έκρηξη, δηλαδή το βράδυ της 28ης Απριλίου.
Οι συνέπειες του πυρηνικού ατυχήματος στο Τσερνόμπιλ είχαν μακροχρόνιες συνέπειες για το περιβάλλον και για την υγεία των ανθρώπων. Χιλιάδες άνθρωποι ασθένησαν και πέθαναν τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της ραδιενέργειας, οι επιπτώσεις της οποίας είναι ορατές μέχρι σήμερα.
Χείρα βοηθείας στη σοβιετική υπερδύναμη έσπευσε να δώσει η μικρή Κούβα, προσφέροντας νοσηλεία σε χιλιάδες παιδιά-θύματα του ατυχήματος. Πρόκειται για ένα περιστατικό της Ιστορίας το οποίο είναι ελάχιστα γνωστό, καθώς τα διεθνή ΜΜΕ φροντίζουν να μεταδίδουν μόνον αρνητικές ειδήσεις για το «άτακτο» νησί. Μάλιστα μετά την επίσημη επίσκεψη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην Αβάνα, όπου έγινε δεκτός από τον Φιντέλ Κάστρο, η Κούβα «άνοιξε» τα νοσοκομεία της και διέθεσε το πολύ καλά οργανωμένο σύστημα υγείας της στην υπηρεσία των παιδιών τα οποία άρχισαν να φτάνουν, μαζί με τους γονείς τους, στην Κούβα.
Συγκεκριμένα από το 1990, και για σχεδόν 25 χρόνια, η Κούβα παρείχε δωρεάν μακροχρόνια ιατρική περίθαλψη σε πάνω από 24.000 παιδιά ηλικίας 5 έως 15 ετών, προσφέροντας θεραπεία για την τριχόπτωση, τις δερματικές διαταραχές, τον καρκίνο, τη λευχαιμία και άλλες ασθένειες που αποδίδονται στη ραδιενέργεια. Η Κούβα ήταν η πρώτη χώρα που ισχυρίστηκε ότι οι επιπτώσεις της πυρηνικής έκρηξης θα ήταν πιθανό να παραμείνουν μακροπρόθεσμα καταστροφικές. Ανταποκρινόμενη λοιπόν σε αυτούς τους ισχυρισμούς, δημιούργησε το πρόγραμμα «Παιδιά του Τσερνόμπιλ».
Αυτήν είναι η ιστορία που αφηγείται η ταινία «Ένας μεταφραστής» (Un traductor), των Ροδρίγο και Σεμπαστιάν Μπαριούσο, που είναι η ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος βίωσε από κοντά το δράμα εκείνων των παιδιών και την αλληλεγγύη που πρόσφεραν οι Κουβανοί.
Η ταινία ξεκινά με πλάνα αρχείου τα οποία δείχνουν το πλήθος να υποδέχεται με ενθουσιασμό στην Αβάνα, τον πρόεδρο της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Δημιουργείται έτσι μια γέφυρα με τα γεγονότα ώστε να περάσουμε στη συνέχεια και να γνωρίσουμε τον Μαλίν, ο οποίος εργάζεται ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, στην έδρα της Ρωσικής Λογοτεχνίας. Ο Μαλίν ζει σε προάστιο της Αβάνας, μαζί με τη σύζυγό του, Ίσονα, η οποία είναι καλλιτέχνιδα και το μικρό τους γιο. Κάποια μέρα ο Μαλίν καλείται μαζί με άλλους δύο συναδέλφους του, σε ένα νοσοκομείο, όπου μαθαίνουν πως θα εργαστούν ως μεταφραστές για να μπορεί το προσωπικό να επικοινωνεί με τους ασθενείς και τους συνοδούς τους. Εκεί ο καθηγητής θα γνωρίσει από κοντά το δράμα των παιδιών και των γονιών τους και σύντομα θα παρασυρθεί τόσο, ώστε θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει. Και η βοήθεια αυτή θα δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις με την οικογένειά του.
Αυτήν είναι η υπόθεση της ταινίας η οποία μάλιστα, όπως πληροφορούμαστε στο τέλος, είναι η ιστορία του πατέρα των σκηνοθετών. Ο Ροδρίγο και ο Σεμπάσταιν Μπαριούσο δίνουν μια ανάγλυφη εικόνα της ζωής στην Κούβα, εκείνης της εποχής. Βλέπουμε τον Μαλίν και την οικογένειά του, να ζουν με σχετική άνεση, καθώς ανήκουν στην ανώτερη τάξη, λόγω επαγγέλματος. Βλέπουμε όμως και την καθημερινότητα στη χώρα, η οποία φαίνεται από τα γεμάτα ράφια στα σούπερ μάρκετ και την κανονική πώληση καυσίμων στα βενζινάδικα. Είναι τα χρόνια που υπάρχει η Σοβιετική Ένωση και η Κούβα απολαμβάνει την οικονομική της στήριξη. Το τι συμβαίνει όμως, όταν πέφτει το τείχος και η κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση αρχίζει να αποσταθεροποιείται, μέχρι την τελική της διάλυση, το βλέπουμε κι αυτό ξεκάθαρα στην ταινία. Τα ράφια αρχίζουν να αδειάζουν ενώ ο Μαλίν δεν μπορεί να προμηθευτεί βενζίνη κι αναγκάζεται να κυκλοφορεί με ποδήλατο! Παράλληλα όμως οι σκηνοθέτες μας φέρνουν σε επαφή με το αξιοζήλευτο Εθνικό Σύστημα Υγείας της μικρής αυτής χώρας στην Καραϊβική. Το οποίο, εξυπηρετεί, όχι μόνον τους Κουβανούς πολίτες αλλά λειτουργεί και αλληλέγγυα για ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Και το μέρος αυτό της ταινίας, δεν αποτελεί προπαγάνδα αλλά την πραγματικότητα.
Από την άλλη, βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο αποδομείται ο γάμος του Μαλίν και της Ίσονα. Εκείνος αφιερώνεται στη βελτίωση της καθημερινότητας των παιδιών στο νοσοκομείο κι εκείνη μένει μόνη, τη στιγμή μάλιστα, που ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο το δεύτερό τους παιδί. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ο θεατής δυσκολεύεται να πάρει θέση υπέρ εκείνου ή υπέρ εκείνης.
Η σκηνοθεσία, χωρίς ιδιαιτερότητες, υπηρετεί με συνέπεια το σενάριο φτάνοντας σε ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Οι αδελφοί Μπαριούσο, με αφορμή την υπέρτατη πράξη διεθνιστικής αλληλεγγύης της Κούβας, κάνουν μια ταινία κοινωνική, αναδεικνύοντας την καθημερινότητα των ανθρώπων και τις οικογενειακές σχέσεις.
Τελειώνοντας να αναφέρουμε πως, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε η Κούβα εκείνη την εποχή, όπως βλέπουμε και στην ταινία, τα παιδιά μεταφέρθηκαν σε νέες εγκαταστάσεις, στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο Ταραρά, το οποίο έχει πλέον αναπτυχθεί και προσφέρει περίθαλψη σε νεαρά θύματα καταστροφών από όλον τον κόσμο, κρατώντας ψηλά τη σημαία της αλληλεγγύης.
Η ταινία «Ένα μεταφραστής», ήταν η πρόταση της Κούβας για το Διεθνές Όσκαρ, το 2020.
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com