Μενού

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ, Η - Ηλίας Φραγκούλης

Η Λόρι Στρόουντ προσπαθεί να ζήσει ξανά φυσιολογικά, ξεχνώντας την απειλή μιας πιθανής επανεμφάνισης του Μάικλ Μάγερς, ενώ η εγγονή της αρχίζει να φλερτάρει μ’ έναν άλλο βαθιά τραυματισμένο ψυχικά κάτοικο της πόλης του Χάντονφιλντ, ο οποίος είχε κατηγορηθεί (άδικα) για το θάνατο ενός ανήλικου παιδιού στο πρόσφατο παρελθόν. Μπορούν να συνδεθούν όλα αυτά;

Το λέει και το άσμα. «Ότι αρχίζει ωραίο, τελειώνει με πόνο…». Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως «πικραμένη καρδιά» που αγαπά ένθερμα το είδος των ταινιών τρόμου, το ξέρω λίγο καλύτερα (από άλλους) αυτό. Υπήρξα υπέρμετρα ενθουσιώδης με τη διαχείριση του sequel της «Νύχτας με τις Μάσκες» από τον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, το 2018. Και δε στάθηκα καθόλου αρνητικός απέναντι στο (ιδιαίτερα διχαστικό) δεύτερο μέρος της δικής του τριλογίας, πέρσι. Εδώ, όμως, το αποτέλεσμα γέρνει επικίνδυνα προς εκείνο το ρητό για πράγματα που τριτώνουν…

1630 5

Παίρνοντας το στοιχείο της «κατάρας» του Μάικλ Μάγερς που υψώνεται (παντοτινά) πάνω από την πόλη του Χάντονφιλντ, ο Γκριν εξελίσσει το σκεπτικό της διαταραχής στη ζωή των κατοίκων της (τους οποίους μετέτρεψε σε ουσιαστικούς πρωταγωνιστές το 2021) και εστιάζει σ’ έναν βαθιά τραυματισμένο ψυχισμό που στο πέρασμα των χρόνων διέλυσε εσωτερικά πολλούς ανθρώπους, οδηγώντας τους στην κατάθλιψη, έως και την αυτοκτονία. Εδώ, πια, ο όχλος έχει ηττηθεί. Από τα μέσα. Και χρεώνει όλη αυτή την οδύνη στην (απέθαντη) κόντρα της Λόρι Στρόουντ και του Μάγερς, που κάποτε πρέπει να τελειώσει, με (τουλάχιστον) έναν από τους δυο τους νεκρούς.

Το φιλμ ξεκινά μ’ ένα flashback πρόσφατου επεισοδίου babysitting… gone wrong, όπου ο πιτσιρικάς στήνει παγίδα στον φοβιτσιάρη φύλακά του, καθώς οι γονείς του πρώτου λείπουν από το σπίτι για να παραστούν σε… Halloween party. Το συμβάν έχει άσχημη κατάληξη (το ανήλικο αγόρι σκοτώνεται κατά λάθος) και ο νεαρός Κόρεϊ κατηγορείται για φόνο. Δίχως ουσιαστικά ενοχοποιητικά στοιχεία, θα αθωωθεί, όμως, η «ρετσινιά» θα του μείνει και θα μετατραπεί σ’ ένα «απόβλητο» της κοινωνίας, επίσης τραυματισμένο και διαρκώς στα όρια του περάσματος στην «άλλη πλευρά», εκεί όπου η λογική αναμετράται (έως και) με το Κακό. Ο Κόρεϊ του σήμερα γίνεται συχνά θύμα bullying από ξένους που θ’ αναγνωρίσουν την ταυτότητά του, αναγκάζεται να δουλεύει στη μάντρα παλιών (αλλά και συνεργείο επισκευής) αυτοκινήτων του πατέρα του και δέχεται διαρκώς προσβολές από μία απόλυτα αυστηρή και καταπιεστική μάνα. Μοναδικό «φως» στην καθημερινότητά του θα γίνει η Άλισον, η εγγονή της Λόρι, ακόμη μία ψυχολογικά «ανάπηρη» ύπαρξη αυτής της πόλης, «σακατεμένη» από το θάνατο της μητέρας της (και όχι μόνο) στο προηγούμενο φιλμ.

1630 1

Το ειδύλλιο μεταξύ του Κόρεϊ και της Άλισον προσθέτει περίεργες ψυχαναλυτικές πτυχές στο σενάριο της «Τελευταίας Νύχτας με τις Μάσκες», οι οποίες αγριεύουν με τολμηρό τρόπο όταν εκείνος έρθει σε επαφή με τον κρυμμένο στους υπονόμους της πόλης Μάγερς. Μέσω εκείνου, ο Κόρεϊ θα νιώσει ένα ξύπνημα εκδικητικό σε σχέση με τα όσα του συμβαίνουν στην πόλη από τους κατοίκους, οι οποίοι τον αντιμετωπίζουν σαν ένα «τέρας», αλλά στην πραγματικότητα αντανακλούν επάνω του τη δική τους φρίκη κι «αρρώστια». Ο Κόρεϊ θα βρει στον Μάγερς τον «μέντορά» του, έτσι ώστε να δρομολογήσει μια πορεία copycat δολοφόνου, που όμως θα πρέπει να «λογοδοτεί» με ειλικρίνεια για τις διαθέσεις και τις πράξεις του στην αγαπημένη του Άλισον. Κάπου εδώ, το σενάριο των Γκριν, Πολ Μπραντ Λόγκαν, Κρις Μπερνιέ και Ντάνι ΜακΜπράιντ κάνει ένα επικίνδυνα αφελές και λαϊκά απλουστευμένο «μακροβούτι» σε πλαίσιο ψυχανάλυσης με… νιτσεϊκές διαστάσεις, επιχειρώντας να κρατήσει στάση αναπάντεχα σοβαροφανή (σε αντίθεση με τα ψήγματα σαρκαστικού και επικριτικού χιούμορ της περσινής συνέχειας), η οποία όμως «δυναμιτίζεται» από μερικές ατάκες που θα προκαλέσουν δυνατά γέλια στις αίθουσες (ενώ φοβούμαι πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός…).

Το δεύτερο μισό της «Τελευταίας Νύχτας», αν και διατηρεί όλα εκείνα τα αιμοσταγή και (όσο το δυνατόν πιο) ρεαλιστικά χαρακτηριστικά για τα οποία σεβαστήκαμε τη δουλειά του Γκριν σε τούτη την τριλογία (η επίθεση στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό είναι τεράστια και γαμάτη σκηνή ανθολογίας!), εμπεριέχει αδιανόητα αμφιλεγόμενες σεκάνς που κάνουν την ταινία να κατρακυλά προς την ασχήμια και τον συντηρητισμό (ακόμη!), καταλήγοντας σε μία πομπή των κατοίκων της πόλης που από ιδεολογικής σκοπιάς είναι κυριολεκτικά εμετική.

1630 4

Είναι κρίμα να φτάνουμε σ’ ένα τέτοιο τέλος, που φορτίζει με λανθάνουσα ψυχαναλυτική βαρύτητα (τις όποιες) αντιλήψεις περί ηθικής και αιτιατού της εγκληματικής Φύσης του ανθρώπου, μέσα από έναν τίτλο μυθικό για το horror genre, που το 1978 οι mainstream μάζες μετέτρεψαν σε all-time classic διότι ήταν ένα έργο που πρόβαλε την πιο αγνή κι αναίτια (διόλου… εγκεφαλικά, δηλαδή) έκφανση της δύναμης του Κακού.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Θα τραβήξει (και οφείλει!) την προσοχή των απανταχού φανατικών του είδους, οι οποίοι αποκλείεται να χάσουν την ευκαιρία να δουν ποιος μπήγει τελευταίος το μαχαίρι. Αλλά… θα διχάσει άσχημα! Σαφώς περισσότερο κι από τις διαφωνίες που προκάλεσε η περσινή συνέχεια. Ποιοτικά, δεν είναι ένα κακό φιλμ. Και το gore του προσφέρεται στις δόσεις που αγαπάμε, δίχως αναστολές για… rating καταλληλότητας. Από μια κάποια άποψη, είναι υγιές το ν’ ανοίγει μια ταινία έναν ατέρμονο διάλογο μεταξύ των θεατών. Εδώ, όμως, μιλάμε για τόσο ακραία ίντριγκα και τοποθετήσεις που είναι ικανές να οδηγήσουν μέχρι και σε… μπουνίδι! Αρκεί, βέβαια, να υπάρξουν κι εκείνοι που θα τους αρέσει η «Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες»…

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module