Παραμονές της εθνικής εορτής της 4ης Ιουλίου και καθώς ετοιμάζεται να ‘βουλιάξει’ από τουρίστες, ένα αμερικανικό καλοκαιρινό θέρετρο δέχεται δολοφονικές επιθέσεις από έναν μεγάλο λευκό καρχαρία. Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας, ένας θαλάσσιος βιολόγος κι ένας κυνηγός καρχαριών βγαίνουν στ’ ανοιχτά για να τον βρουν και να τον σκοτώσουν.
Επανέκδοση της πασίγνωστης και μνημειώδους περιπέτειας αγωνίας του 1975, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του αμερικανού Πίτερ Μπέντσλεϊ, που εκδόθηκε το 1974 και διασκευάστηκε σεναριακά από τον ίδιο μαζί με τον Καρλ Γκότλιμπ. Η ταινία κέρδισε τρία από τα τέσσερα Όσκαρ, για τα οποία προτάθηκε: ήχου, μοντάζ και μουσικής.
Πρόκειται για ένα φιλμ- ορόσημο στην ιστορία του σύγχρονου Χόλιγουντ, λόγω των ασυνήθιστα εκτεταμένων μεθόδων προώθησης και διανομής του στις αίθουσες, καθώς επίσης και του σκηνοθέτη του, που θα προέκυπτε έκτοτε ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς όχι μόνο του αμερικανικού, αλλά του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Το ταυτόχρονο “άνοιγμα” σε εκατοντάδες αίθουσες ανά τις Η.Π.Α. (αντίθετα από την καθιερωμένη ως τότε σταδιακή διανομή), ο πρωτοφανής καταιγισμός τηλεοπτικής διαφήμισης, κι οι εισπράξεις που έφτασαν για πρώτη φορά στην ιστορία τα 100.000.000 δολάρια, κατέστησαν εκ των υστέρων το «Jaws» μαζί με το επίσης εξωπραγματικής απήχησης «Star Wars» σε σκηνοθεσία του κολλητού του Σπίλμπεργκ, Τζωρτζ Λούκας, που θα κυκλοφορούσε δύο χρόνια αργότερα, ως τα γενέθλια φιλμ του σύγχρονου blockbuster: της υπερπαραγωγής βασισμένης στα ειδικά εφέ, που κυκλοφορεί τους καλοκαιρινούς μήνες με στρατηγική μάρκετινγκ όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κορεσμού (από διαφημίσεις μέχρι παράπλευρα προϊόντα)- φαινόμενο που μέχρι τότε υπήρχε ως εξαίρεση κι έκτοτε καθιερώθηκε ως κανόνας.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις, όπου η ιστορική αξία της ταινίας έχει κι αισθητικό αντίκρισμα, καθώς είναι στημένη με μαεστρική, παραδοσιακή κινηματογραφικότητα (όπου η κίνηση της κάμερας κι η σύνθεση μέσα στο κάδρο δεν υποβιβάζονται μπροστά στο μοντάζ) από τον Σπίλμπεργκ και τους συνεργάτες του: τον διευθυντή φωτογραφίας Μπιλ Μπάτλερ, τη μοντέζ Βέρνα Φιλντς, τον σχεδιαστή παραγωγής Τζο Άλβς που σχεδίασε και τον τεχνικό Ρόμπερτ Μάτι που κατασκεύασε τους τρεις μηχανικούς καρχαρίες που χρειάστηκαν, καθώς και τον ιδιοφυή συνθέτη Τζον Γουίλιαμς, ο οποίος με δύο μόνο νότες συνέθεσε ένα από τα πιο υποβλητικά κι αναγνωρίσιμα θέματα στην κινηματογραφική ιστορία.
Σε μια εποχή χωρίς ψηφιακά εφέ ακόμη, ο μηχανικός καρχαρίας αποδείχτηκε τρομακτικά πειστικός, κι αν σήμερα πλέον η προηγμένη τεχνολογία κι η αλλαγή που έχει επιφέρει στις συμβάσεις αληθοφάνειας υπονομεύουν (παρότι εξακολουθούν να μην εξαλείφουν απολύτως) την πειστικότητά του, η απόλαυση παραμένει χάρη στην ικανότητα του Σπίλμπεργκ να κλιμακώνει μεθοδικά την αγωνία και να δημιουργεί ήρωες μέσα από ‘καθημερινούς’, προσιτούς χαρακτήρες, που ερμηνεύει απολαυστικά η πρωταγωνιστική τριανδρία.
Μια ιστορία που μπορεί να εκληφθεί ως αλληγορία για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τη φύση για την επιβίωσή του ή, με ακόμη πιο οικολογικό πνεύμα, για την παρέμβαση του ανθρώπινου πολιτισμού στη φυσική τάξη και την υπενθύμιση προς τον άνθρωπο ότι δεν είναι θεός- θέμα που ο Σπίλμπεργκ θα επαναλάμβανε με ακόμη θεαματικότερο τρόπο 18 χρόνια αργότερα στο αριστουργηματικό «Jurassic Park».
Νίκος Τσαγκαράκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα patris.gr