Η σατιρική ματιά πάνω στην κοινωνία μας και γενικότερα την ανθρώπινη κατάσταση ήταν το βασικό θέμα της ταινίας του «Τετράγωνο» που το 2017 χάρισε στον σκηνοθέτη της, Ρούμπεν Όστλουντ το Χρυσό Φοίνικα των Καννών. Με τον ίδιο πάντα στόχο, ο Σουηδός σκηνοθέτης στρέφει σήμερα τα βέλη του στον κόσμο της μόδας στην ταινία του, «Το τρίγωνο της θλίψης» (ο τίτλος αναφέρεται σε ένα όρο που οι πλαστικοί χειρουργοί χρησιμοποιούν στη θεραπεία μπότοξ για να διορθώσουν τις ρυτίδες ανάμεσα στα μάτια), ταινία που του έδωσε την ευκαιρία να κερδίσει για δεύτερη φορά φέτος το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Με δυο κύρια πρόσωπα, δυο σούπερ μοντέλα της σύγχρονης κοινωνίας μας, τον Καρλ και τη Γιάγια, και μια ομάδα που κινείται γύρω τους, ο Όστλουντ μας μεταφέρει σε τρεις βασικα χώρους, το χώρο της μόδας, ένα γιοτ πολυτελείας κι ένα έρημο νησί, για να ξεσκεπάσει τις αδυναμίες, τις ανασφάλειες, τον κυνισμό και την υποκρισία μιας κοινωνικής τάξης που στηρίζεται στο χρήμα και μόνο για την επιτυχία της.
Το χρήμα, το μανιπουλάρισμα και το παιχνίδι της εξουσίας είναι στο επίκεντρο από τις πρώτες κιόλας σκηνές της ταινίας, με το νεαρό ζευγάρι των σούπερ μοντέλων να τσακώνονται σε ένα εστιατόριο για το ποιος πρέπει να πληρώσει το λογαριασμό, με τη γυναίκα, ύστερα από ένα μαραθώνιο καβγά, που συνεχίζεται και στο ταξί και στο δωμάτιο τους, να παραδέχεται πως χειραγώγησε τον άντρα.
Τα πράγματα παίρνουν άλλη στροφή όταν, χάρη στην τεράστια δημοσιότητα της γυναίκας στο instagram, στο ζευγάρι προσφέρεται δωρεάν ταξίδι σε γιοτ πολυτελείας. Ταξίδι στο οποίο γνωρίζουμε και τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας: τον εκατομμυριούχο, καπιταλιστή Ρώσο «έμπορα σκατών» («πουλώ κοπριά», εξηγεί ο ίδιος) και τη γυναίκα του, το ζευγάρι των Άγγλων που πλούτισε πουλώντας χειροβομβίδες («εξασφαλίζουμε τη δημοκρατία στον κόσμο», εξηγούν), τον μεθυσμένο κομμουνιστή πλοίαρχο (με έναν Γούντι Χάρελσον απολαυστικό στο ρόλο), την υπεύθυνη γυναικα του προσωπικού και την καθαρίστρια.
Η ηρεμία και η διασκέδαση (με τη γυναίκα του Ρώσου να αναγκάζει, κάποια στιγμή, όλο το υπηρετικό προσωπικό να βάλουν τα μαγιό τους και να κάνουν μπάνιο/τσουλήθρα στη θάλασσα) ανατρέπονται όταν, τη βραδιά του δείπνου που διοργανώνει ο πλοίαρχος, ξεκινά μια θαλασσοταραχή που φέρνει τα πάνω κάτω, με τα διάφορα αντικείμενα να πεφτουν στο πάτωμα, τους θαμώνες να αρχίζουν να κάνουν εμετό, τις τουαλετες να ξεχειλίζουν, σε ξεκαρδιστικές σκηνές που θυμίζουν τόσο εκείνες των Μόντι Πάιθον, όσο κι εκείνες του Μάρκο Φεράρι στην ταινία «Το μεγάλο φαγοπότι» (σκηνές που έκαναν μερικούς, ακόμη και στη δημοσιογραφική προβολή των Καννών, να σηκωθούν και να τρέξουν να βγουν από την αίθουσα!) ενώ ο μεθυσμένος Ρώσος καπιταλιστής, έχοντας κλειδωθεί, μαζί με τον πλοίαρχο, στο χώρο ελέγχου του πλοίου, διαδίδει μέσω του μικροφώνου, ψευδείς ειδήσεις για επικείμενο ναυάγιο του σκάφους, τρομοκρατώντας τους επιβάτες.
Στο τρίτο μέρος, όταν τελικά το γιοτ ανατινάζεται από πειρατές και οι λιγοστοί ναυαγοί (ανάμεσα τους το ζευγάρι των μοντέλων, τον Ρώσο καπιταλιστή, τον υποπλοίαρχο, ένα μαύρο εργάτη στις μηχανές του γιοτ, και την καθαρίστρια), βρίσκονται νηστικοί και αβοήθητοι σε ένα έρημο νησί (με τις σκηνές ωραία φωτογραφημένες από τον Φρέντερικ Βένζελ, τον ίδιο διευθυντή φωτογραφίας και στο «Τετράγωνο», να έχουν γυριστεί στη Χιλιαδού της Εύβοιας) οι ιεραρχίες ανατρέπονται και τα ηνία αναλαμβάνει η καθαρίστρια που εκμεταλλεύεται την πείρα της στο ψάρεμα και το μαγείρεμα για να διευθύνει και να ελέγχει την ομάδα. Ενώ, ο άντρας μοντέλο, που η καριέρα του, σε αντίθεση με εκείνη της συντρόφου του, βρίσκεται σε κάθοδο, αρχίζει να κοιμάται με την καθαρίστρια με αντάλλαγμα το ψάρι που εκείνη τον ταϊζει.
Ο Όστλουντ στήνει με γνώση, ευρηματικότητα και μπόλικο σατιρικό, συχνά και μαύρο, χιούμορ, τις σκηνες του, τονίζοντας κάθε τόσο τα στοιχεία που φέρνουν στην επιφάνεια τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες μας, όπως στη σκηνή με τον πλοίαρχο και τον Ρώσο εκατομμυριούχο να αποστηθίζουν αποφθέγματα από την πρόσφατη ιστορία (από Λένιν και Μαρξ μέχρι Τσόρτσιλ και Κένεντυ) για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους – απόψεις που, όπως στην περίπτωση του πλοιάρχου, δεν ευσταθούν και τόσο μια και ο υποτιθέμενος κομμουνισμός του δεν συνάδει με την οικονομικά εξασφαλισμένη θέση του μεσοαστού.
Όπως ανάφερε ο ίδιος ο Όστλουντ στη συνέντευξη τύπου, για την καυστική αυτή σατιρική ταινία του είχε υπόψη του την ιταλική ταινία «Η κυρία και ο ναύτης» της Λίνα Βερτμίλερ, περισσότερο όμως θα έλεγα η ταινία μου φέρνει στο νου τόσο την καυστική κριτική της μεγαλοαστικής τάξης ταινιών του Μπουνιουέλ όπως «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» όσο και τις ανατρεπτικές κωμωδίες των Μόντι Πάιθον. Μια ταινία που την απολαμβάνεις και που χαίρεσαι γιατί υπάρχουν σκηνοθέτες έτοιμοι να βγουν από την πολιτική ορθότητα και να πουν αυτό που πιστεύουν έξω από τα δόντια!
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr