Ο Αλέν βρίσκεται σε διαδικασία απεξάρτησης από το αλκοόλ. Μοιάζει να έχει κερδίσει το στοίχημα της ζωής, όμως, είναι αποφασισμένος να δοκιμάσει τον θάνατο. Είναι, άλλωστε, πιο εύκολος γι’ αυτόν…
Στη λίστα με τα κορυφαία σκηνοθετικά ντεμπούτα όλων των εποχών, το «Ασανσέρ για Δολοφόνους» (1958) θα βρίσκεται για εμένα (και μάλλον για πάντα) στην υψηλότερη θέση. Σε μια αντίστοιχη λίστα για τη φιλμογραφία του Λουί Μαλ, θα συνέβαινε το ίδιο! Θεωρώ πως ο Γάλλος σκηνοθέτης ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει την πρώτη μεγάλη μήκους ταινία της καριέρας του, αν και με το «Η Ζαζί στο Μετρό» (1960) κυρίως, αλλά και με δυο-τρία ακόμα το πλησίασε (ναι, και με το «Atlantic City»). Η παγκόσμια κριτική, βέβαια, μάλλον δεν έχει την ίδια γνώμη με μένα, καθώς υπολογίζει σε μεγάλο βαθμό τούτη τη «Φλόγα που Τρεμοσβήνει» ως το κορυφαίο έργο του. Με το «Ασανσέρ», ο νεαρός σκηνοθέτης έστρεψε το βλέμμα του προς τον θεατή. Με τη «Φλόγα», ο ακόμη νεαρός τότε Μαλ (διάβολε, μόλις είχε κλείσει τα τριάντα!) έστρεφε το βλέμμα περισσότερο προς τον εαυτό του. Το αποτέλεσμα, ασφαλώς, μόνο κακό δεν ήταν, κατά κανόνα, όμως, πάω με τον θεατή.
Μία από τις επαναλαμβανόμενες θεματικές στα έργα του Μαλ ήταν η μοναξιά, η οποία ενέχει συχνά θέση σταυρού του μαρτυρίου. Μοναχικοί, τυχοδιώκτες, αναζητητές της λαχτάρας, ρομαντικοί, ονειροπόλοι, συναισθηματικοί, αλλά και πεσιμιστές (ή μήπως πραγματιστές;), πολλοί από τους ήρωες των ταινιών του έδιναν μια υπαρξιστική διάσταση στους χαρακτήρες τους. Ο Αλέν της «Φλόγας» αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των ανωτέρω. Πρόκειται για έναν γοητευτικό τριαντάρη άνδρα, ο οποίος άπαξ της γνωριμίας του με τη νυχτερινή ζωή, έδωσε μόνιμο rendez-vous μαζί της, καταλήγοντας να εθιστεί στο αλκοόλ και τις γυναίκες. Το πρώτο δεν μπορούσε να το αποχωριστεί με τίποτα, τις δεύτερες του ήταν αδύνατον να τις κρατήσει κοντά του. Οι μέρες (και οι νύχτες) αυτές έχουν πια περάσει για τον Αλέν. Κλεισμένος σε κλινική απεξάρτησης, έχει αποφασίσει πως αυτή η ζωή δεν του ταιριάζει, πια. Έχει αποφασίσει ν’ αυτοκτονήσει, όμως, προτού το κάνει, δίνει στον εαυτό του μια τελευταία ευκαιρία. Περιδιαβαίνει τους δρόμους του Παρισιού συναντώντας φίλους από τα παλιά, αναζητώντας από κάπου να πιαστεί, ώστε να συνεχίσει να ζει. Το μόνο που εισπράττει είναι απογοήτευση. Ο καλύτερός του φίλος έχει μεταμορφωθεί σε αυτάρεσκο οικογενειάρχη που αδυνατεί να συμπάσχει μαζί του, ενώ το σύνολο σχεδόν των γνωστών του έχει εξελιχθεί σε άχρωμη bourgeoisie, η οποία ουδόλως τον αντιπροσώπευε. Η αυτοκτονία μοιάζει πιο σίγουρη από ποτέ…
Ο Μαλ διασκευάζει το ομότιτλο της ταινίας του διήγημα του Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ και με τη βοήθεια της ασφαλιστικής ερμηνείας του Μορίς Ρονέ, του έξοχου μοντάζ της Σουζάν Μπαρόν, καθώς και της χρήσης των πιανιστικών μελωδιών του Ερίκ Σατί, περιγράφει την μελαγχολική Οδύσσεια ενός βαθιά εύθραυστου και προβληματικού ατόμου, που φαινομενικά (τουλάχιστον) τα έχει όλα. Ο Αλέν είναι επιτυχημένος, όμορφος, πνευματώδης και σεβαστός στην παριζιάνικη κοινωνία. Ταυτόχρονα, διακατέχεται από έπαρση, τείνει προς την αυτολύπηση και πάσχει από κατάθλιψη, καταλήγοντας ν’ αναζητά παρηγοριά στο αλκοόλ. Αν κι έχει καταφέρει να απεξαρτηθεί απ’ αυτό, εξακολουθεί να μην μπορεί ν’ αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα του κόσμου που απλώνεται πέρα από τους τοίχους της κλινικής. Προσπαθεί να δημιουργήσει χώρο για τη ζωή, εν τούτοις ξέρει καλά πως το τέλος είναι αναπόφευκτο. Η οδυνηρή συνειδητοποίηση της ανικανότητάς του να νιώσει αληθινά, κάνει το κάποτε γνώριμό του παριζιάνικο περιβάλλον να μοιάζει πλέον ολότελα ξένο. Η σύντομη προσπάθεια της εκ νέου ενσωμάτωσής του σε αυτό, εξαρχής φαίνεται να είναι μάταιη και καταδικασμένη, αφού το μόνο που καταφέρνει είναι να επιβεβαιώνει τους φόβους του. Ο Αλέν μοιάζει με «αγνοούμενο», ο οποίος επιστρέφει σ’ έναν κόσμο που πια ούτε του ανήκει, ούτε τον γεμίζει. Δεν είναι φτιαγμένος για να μένει πολύ σ’ αυτόν…
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr