Τα μυστικά του βάλτου
"Η αγάπη είναι μια δύναμη της φύσης"...
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσι Αμερικανίδα Olivia Newman. Σπούδασε Γαλλικά στο κολέγιο Βάσαρ και Κινηματογράφο στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «First Match» (2018) βασίστηκε στην ομώνυμη μικρού μήκους ταινία της, την οποία σκηνοθέτησε το 2010. Εκείνη ήταν η δεύτερη μικρού μήκους ταινία της. Έχει να επιδείξει κι άλλη μια μικρού μήκους ταινία, το «Blue-Eyed Mary», το οποίο γύρισε το 2009. Έχει ασχοληθεί αρκετά και με την τηλεόραση ενώ η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία της θα βασίζεται στην περίφημη υπόθεση Roe v. Wade, που άνοιξε τον δρόμο για να μπορούν οι γυναίκες στις ΗΠΑ να έχουν ασφαλείς και νόμιμες αμβλώσεις.
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η γεννημένη στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσι Αμερικανίδα Olivia Newman. Σπούδασε Γαλλικά στο κολέγιο Βάσαρ και Κινηματογράφο στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «First Match» (2018) βασίστηκε στην ομώνυμη μικρού μήκους ταινία της, την οποία σκηνοθέτησε το 2010. Εκείνη ήταν η δεύτερη μικρού μήκους ταινία της. Έχει να επιδείξει κι άλλη μια μικρού μήκους ταινία, το «Blue-Eyed Mary», το οποίο γύρισε το 2009. Έχει ασχοληθεί αρκετά και με την τηλεόραση ενώ η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία της θα βασίζεται στην περίφημη υπόθεση Roe v. Wade, που άνοιξε τον δρόμο για να μπορούν οι γυναίκες στις ΗΠΑ να έχουν ασφαλείς και νόμιμες αμβλώσεις.
Το σενάριο της ταινίας (μεταξύ των παραγωγών της οποίας είναι και η Reese Witherspoon) βασίζεται στο ομώνυμο best seller της Delia Owens, που στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα κι έχει πουλήσει παγκοσμίως πάνω από 15 εκατομμύρια αντίτυπα. Το βιβλίο Where The Crawdads Sing πρωτοεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 2019, όταν η Owens ήταν 70 ετών! Πριν από αυτό το βιβλίο η ζωολόγος και περιβαλλοντολόγος - οικολόγος συγγραφέας είχε γράψει τρεις μελέτες με τον (τότε) σύζυγό της σχετικά με τον καιρό που πέρασαν μελετώντας ζώα στην Αφρική. Όντας ακτιβίστρια, το όνομά της – μαζί με εκείνα του πρώην συζύγου της και του θετού γιου τους – είναι μπλεγμένο στην υπόθεση δολοφονίας ενός λαθροκυνηγού στη Ζάμπια. Οι τρεις τους έχουν αρνηθεί τις κατηγορίες, συνεχίζουν πάντως να είναι καταζητούμενοι στην αφρικανική χώρα για ανάκριση σχετικά με το συμβάν.
Η υπόθεση: 1953. Η 7χρονη Κάια βλέπει τη μητέρα της και τα αδέλφια της να το σκάνε από την οικογενειακή εστία, εξαιτίας του μέθυσου και βίαιου πατέρα της. Για κάποιο χρονικό διάστημα θα ζήσει μαζί του, στο σπίτι τους στις παρυφές της μικρής κωμόπολης Μπάρκλι Κόουβ, ένα ήσυχο ψαροχώρι της Βόρειας Καρολίνας. Μετά από λίγο, χωρίς καμία ειδοποίηση, θα φύγει και ο πατέρας της και η Κάια θα μείνει μόνη της. Θα προσπαθήσει να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Οι κάτοικοι του χωριού την ξέρουν πλέον ως «Το κορίτσι του βάλτου». Οι μόνοι που τη βοηθάνε είναι ένα ζευγάρι Αφροαμερικάνων που ζουν στην περιοχή και αγοράζουν – για να τα πουλήσουν μετέπειτα στο παντοπωλείο τους – τα μύδια που μαζεύει η Κάια από τους βάλτους...
1969. Το Μπάρκλι Κόουβ συγκλονίζεται από τον θάνατο του νεαρού Τσέις Άντριους. Υπάρχουν ενδείξεις εγκληματικής ενέργειας και η – ολόκληρη γυναίκα πια – Κάια συλλαμβάνεται ως η πιθανότερη δολοφόνος. Η Κάια είχε σχέση με τον Τσέις. Πριν από τον Τσέις είχε σχέση με τον Τέιτ, έναν νεαρό άνδρα με τον οποίο ήταν ερωτευμένη. Ο Τέιτ τη βοήθησε να μάθει να διαβάζει και να γράφει (καθώς η Κάια δεν πήγε σχολείο). Με την παρότρυνσή του η Κάια κατάφερε να εκδώσει βιβλία με θέμα τη χλωρίδα και την πανίδα των αγαπημένων της βάλτων. Εντέλει, (και) ο Τέιτ την εγκατέλειψε και η Κάια βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του Τσέις. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζε στη σχέση τους. Κι όταν εκείνος σκοτώνεται, όλοι πιστεύουν πως εκείνη τον δολοφόνησε. Ο συνήγορός της θα είναι ένας συνταξιούχος δικηγόρος που θα αναλάβει εθελοντικά την υπεράσπισή της, ο ίδιος που κάποτε της είχε φερθεί φιλικά, διαφορετικά από τους… άλλους. Σιωπηλή, σχεδόν κλεισμένη στον εαυτό της, η Κάια θα ζήσει την ακροαματική διαδικασία αρνούμενη να μειώσει την ποινή της ομολογώντας την ενοχή της. Πιστεύει ακράδαντα στην αθωότητά της και είναι διατεθειμένη να υποστεί μέχρι και την θανατική ποινή για να παραμείνει επίσημα αθώα. Τι θα γίνει στη δίκη; Θα αθωωθεί η Κάια; Ήταν δυστύχημα ο θάνατος του Τσέις ή φόνος; Κι αν δεν τον σκότωσε η Κάια, ποιος είναι ο δολοφόνος;
Η άποψή μας: Υπήρχε μια τηλεοπτική σειρά κάποτε, το 1983 συγκεκριμένα (ναι, μιλάμε για τόοοοοοοοσο παλιά), που λεγόταν «The Thorn Birds» - εκείνος ο τίτλος αποδόθηκε στα ελληνικά ως «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας»! Μουάχαχαχαχαχαχα. Πρωταγωνιστούσε ο Richard Chamberlain, την ωραία υποδυόταν η όντως θεάρα Rachel Ward και βασικούς ρόλους κρατούσαν οι Christopher Plummer και Bryan Brown ενώ μικρότερους ρόλους στη σειρά είχαν και οι μυθικές Barbara Stanwyck, Jean Simmons και Piper Laurie! Μιλάμε για υπερπαραγωγή. Πριν γυριστεί ως μίνι σειρά, υπήρχαν σκέψεις να γυριστεί ως κανονική κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνιστή τον Ryan O' Neal, σε σκηνοθεσία Herbert Ross.
Εν πάση περιπτώσει, ήταν μια σειρά απίστευτα δημοφιλής στην εποχή της, ένα ρομαντικό δράμα με τα όλα του, το οποίο παρακολουθούσαμε πιτσιρικάδες στο ένα από τα δύο τηλεοπτικά κανάλια που είχαμε τότε να επιλέξουμε στην ΕΡΤ. Το ότι εν έτει 2022 (σχεδόν 40 χρόνια από εκείνη τη σειρά) υπάρχει ταινία που μου θύμισε εκείνη τη σειρά τόσο πολύ, ακόμα ακόμα κι από τον τίτλο της, προφανώς δεν είναι κάτι καλό για την ταινία. Άκου Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες. Από τον τίτλο ήδη καταλαβαίνεις ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς ροζ. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο οπότε δεν μπορώ να το κρίνω ως αυθύπαρκτο έργο τέχνης. Αυτό δεν με εμποδίσει να χαρακτηρίσω τον τίτλο εντελώς cheesy, ως κάτι που με ευκολία θα βάφτιζε ένα πιο-ροζ-πεθαίνεις βίπερ νόρα. Επειδή όμως – ξαναλέω – δεν έχω διαβάσει το βιβλίο δεν έχω δικαίωμα να το κρίνω, ιδίως από τη στιγμή που οι πιο πολλές κριτικές για το βιβλίο είναι αποθεωτικές.
Σαφέστατα όμως έχω το... δικαίωμα να κρίνω την ταινία που είδα, τη βασισμένη στο εν λόγω βιβλίο. Και όχι, η ταινία πόρρω απέχει από το να χαρακτηριστεί έστω και μέτρια. Εντελώς παλιομοδίτικο αισθηματικό δράμα, με ολίγη από δικαστικό θρίλερ, που μετά από σχεδόν δύο ώρες διάρκειας, κρύβει και μια τόσο δα μικρή ανατροπούλα στο τελευταίο λεπτό της, κυριολεκτικά στις καθυστερήσεις, που προφανώς και δεν σώζει τα πράγματα. Το κορίτσι – αγρίμι, που μεγαλώνει ουσιαστικά μόνο του, εγκαταλελειμμένο, στους βάλτους του αμερικάνικου νότου, μια κοινωνία που μισεί κάθε τι το διαφορετικό, ένα αγόρι που της μαθαίνει να διαβάζει (πόσο απίστευτα κλισέ), η... τοξική αρρενωπότητα (κι ας είναι τοποθετημένη η δράση της ταινίας στα sixties) και... αυτά.
Πρωταγωνιστεί η Αγγλίδα Daisy Edgar-Jones, που μετά το εντυπωσιακό της ξεπέταγμα στο πολύ ενδιαφέρον τηλεοπτικό «Normal People» πρέπει να προσέξει λίγο περισσότερο τις επιλογές της. Γιατί πριν από αυτήν την ταινία, πρωταγωνίστησε στο άθλιο, κανιβαλιστικό λαβ στόρι «Fresh» δίπλα στον Sebastian Stan. Κι εδώ, υποδυόμενη την ενήλικη Κάια, παραείναι clean-cut και... Αγγλίδα για να γίνει πιστευτή ως αγρίμι. Τόσο το σενάριο όσο και η σκηνοθεσία επιδιώκουν θαρρείς να παραδώσουν στο φιλοθεάμον κοινό ένα φτηνό μελόδραμα, με... ωραίες (sic) τουριστικές – καρτποσταλικές εικόνες, σαν διαφήμιση ένα πράμα.
Μια σαπουνόπερα γεμάτη κλισέ που θέλει, υποτίθεται, να έχει αναλογίες με το σήμερα και να μιλήσει ειλικρινά για προβλήματα όπως ο ρατσισμός, η υποκρισία και η φτώχεια. Εντέλει το μόνο που καταφέρνει είναι να τα ακουμπήσει χωρίς να λερωθεί, όπως θα έπρεπε. Χαράμι πάει η όμορφη μουσική του Mychael Danna και το ενδιαφέρον πρωτότυπο τραγούδι της Taylor Swift. Δεν μπορώ να γνωρίζω την λογοτεχνική αξία του βιβλίου μιας που δεν το έχω διαβάσει, η κινηματογραφική αξία της άνευρης και άτονης τούτης ταινίας όμως είναι ελάχιστη.
ΥΓ: Έχει, νομίζω, σημασία να ξεκαθαρίσω κάτι. Όταν κάποιος κριτικός «θάβει» μια ταινία (καλή ώρα) το κάνει με βάση τις όποιες γνώσεις του, την πείρα του, τις εμπειρίες του και τις αισθητηριακές του αντιλήψεις. Δεν το κάνει με σκοπό να κάνει τους θεατές της που τους άρεσε, να νιώσουν... ηλίθιοι. Μια κριτική εκφράζει αποκλειστικά και μόνον τον υπογράφοντα. Στόχος μιας καλογραμμένης κριτικής με ευκρινή επιχειρήματα και χωρίς δόλο είναι να μεταφέρει τη σκέψη του γράφοντα, να επικοινωνήσει τη γνώμη του για μια ταινία. Αν τώρα εσύ αγαπημένε μου αναγνώστη δεις την ταινία (σημείωση: μότο μου είναι πως κάθε ταινία, ακόμα και η χειρότερη, κάτι έχει να δώσει, οπότε ποτέ δεν παροτρύνω κάποιον να μην δει μια ταινία – πάντα τον παροτρύνω να δει την ταινία) και σου αρέσει, να χαρώ εγώ, ζήτω και εύγε. Αν διαβάσεις την κριτική μου και «κλωτσήσεις», μην με χαρακτηρίσεις με ευκολία μαλάκα. Γούστο σου και καμάρι σου αν σου άρεσε η ταινία. Εγώ θα έχω κάνει τη δουλειά μου, όχι αν σε έχω κάνει να νιώσεις άσχημα επειδή σου άρεσε, αλλά αν έχω καταφέρει να σε παρακινήσω να σκεφτείς τι σε έκανε να σου αρέσει η ταινία κι αν δεχτείς ότι κάποιος μπορεί να τη δει από διαφορετικό πρίσμα – και να μην του αρέσει.
Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr