Μενού

DONBASS - Χρήστος Σκυλλάκος

DONBASS | Ένα επικίνδυνο φιλοναζιστικό φιλμικό κατασκεύασμα

Δεν μπορεί να γίνει επιτρεπτό η τέχνη να έχει την οποιαδήποτε σχέση με τους φορείς της πιο εγκληματικής αντίληψης που γέννησε η σύγχρονη ιστορία. Δεν μπορεί να επιτραπεί να ακουμπούν και να μεταχειρίζονται την τέχνη οι ναζί, οι φιλοναζί και οι όποιοι ακόλουθοι τους. Αποτελεί έγκλημα πρώτου μεγέθους κάτι τέτοιο. Η τέχνη γεννήθηκε και εξελίχθηκε από τους λαούς ως συνθήκη ελευθερίας. Αυτοί που την πολεμούν δεν δικαιούνται να ανήκουν στους υπηρέτες της.

Η συγκεκριμένη ταινία είναι μια συνειδητή πράξη υπεράσπισης του φασισμού. Ένα ξέπλυμα των ουκρανών ναζιστών που ως εξουσία αιματοκυλούν, ως τώρα που μιλάμε, τον λαό της Ουκρανίας. Ταυτόχρονα μια άνευ προηγουμένου, μια ασύλληπτη αντιστροφή της κοινωνικής, πολιτικής και ηθικής πραγματικότητας: Η λέξη απαράδεκτο δεν μπορεί να ορίσει αυτό που κατασκευάζεται από την κάμερα του Λοζνίτσα. Είναι απλώς φρικιαστικό το γεγονός ότι καταφέρνει αυτός ο «φιλότεχνος» εθνικιστής –με την στήριξη Ευρωπαικών ταμείων, Ουκρανικών, Γαλλικών και Γερμανικών χρηματοδοτήσεων-, να μας κάνει να πιστέψουμε και να αποδεχτούμε πως η φρίκη παράγεται από αυτούς που την πολεμάνε. Πως τα ναζιστικά εγκλήματα των τελευταίων χρόνων στην Ουκρανία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (βιασμοί, σφαγιασμοί, ξεκοιλιάσματα, πυρπόληση ανθρώπων και παιδιών) έχουν γίνει από τους εχθρούς τους. Όταν βλέπεις μια τέτοια ταινία το πρώτο που σου έρχεται να πεις είναι: «Όχι, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι δυνατόν!». Κι όμως είναι. Κι όμως βραβεύεται στις Κάννες. Κι όμως βρίσκει διανομή. Ο Γκαίμπελς δικαιώνεται. Οι πόθοι του ξαναβρίσκουν αντίκρισμα.

Αν δεν είναι ακόμη γνωστό, ας γίνει: Στην σύγχρονη Ουκρανία δεν μαίνεται μια εμφύλια διαμάχη που διασπά το έθνος. Ουκρανοί πατριώτες ενάντια σε κάποιους αιμοδιψείς, μπερδεμένους και ανίδεους ρωσόφιλους -που κουνάνε ένα μείγμα από κόκκινες σημαίες και σταυρούς της ρωσικής εκκλησίας-. Δεν είναι ένα θέατρο εντυπώσεων, ένα θέαμα κατασκευασμένο από τα ΜΜΕ, όπως ο Λοζνίτσα προσπαθεί να δηλώσει, αποπολιτικοποιώντας και αποκρύπτοντας την ακραία φασιστική βία που ασκεί η εξουσία, αποπολιτικοποιώντας την αντίσταση σε αυτή, αισθητικοποιώντας κατά αυτόν τον τρόπο, στο κενό που μένει, τον θάνατο, δικαιολογώντας δηλαδή την κρατική και παρακρατική βία που π ρ έ π ε ι να συνεχίζεται να ασκείται προς τον ουκρανικό λαό. Όχι. Στην Ουκρανία μαίνεται μια φονική πάλη ανάμεσα στον φασισμό και την προοδευτική ανθρωπότητα. Ανάμεσα στην βαρβαρότητα και την ανθρωπιά.

Η φόρμα παράγει φασιστικό περιεχόμενο

Όμως τα παραπάνω είναι η πραγματικότητα και άλλοι οφείλουν να την αναλύσουν. Ένα άλλο, τεράστιας σημασίας ζήτημα εξάγεται από την ανάγνωση της ταινίας. Ένα ζήτημα σχετικοποίησης. Το τί θεωρούμε σε κάθε χρονική συνθήκη σωστό. Το τί θεωρούμε προοδευτικό. Εδώ έχουμε κάτι νέο στα χρονικά της τέχνης, μια αισθητικής φύσης πρωτοτυπία που εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς. Ο Λοζνίτσα καταφέρνει μια επίθεση στην τέχνη. Με όχημα, λοιπόν, την όλη αισθητική παράδοση του κινηματογράφου τέχνης, με εργαλείο τον -πάντοτε πολιτικό- κοινωνικό ρεαλισμό, με τους κανόνες δηλαδή φόρμας του πιο δυναμικού και πιο ανθρώπινα αποδεκτού κριτικού ύφους της σύγχρονης τέχνης –στοιχεία αδιαμφισβήτητα ως σήμερα- ο Λοζνίτσα κατασκευάζει ένα ακραία αντιδραστικό, απαράδεκτο και επικίνδυνο περιεχόμενο. Πλέον δεν τίθεται ζήτημα αν υπάρχει χάσμα και αντίθεση ανάμεσα στην φόρμα και το περιεχόμενο. Όχι. Απεναντίας επιβεβαιώνει ότι η ίδια η φόρμα είναι το πρόβλημα: Πως το πιο αντιδραστικό περιεχόμενο που υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε άμεσα casus belli για κάθε άνθρωπο, θα ήταν εύκολα αντικρουόμενο και αμφισβητήσιμο από τον καθένα, τώρα γίνεται αποδεκτό και εν δυνάμει αρεστό λόγω ακριβώς της φόρμας του. Η φαινομενολογική και υποτιθέμενη ανθρωπιά της αισθητικής του Λοζνίτσα προάγει την απανθρωπιά και παλιανθρωπιά της ηθικής του και των απόψεων του.

Ο Λοζνίτσα δεν απομονώνει μονάχα ή αφαιρεί (όπως κάνει πάντοτε η τέχνη) ή αποκρύπτει (όπως κάνει η κυρίαρχη, η άρχουσα, η καθεστωτική τέχνη) στοιχεία της πραγματικότητας για να υπογραμμίσει την άποψη του αλλά κάνει μια συνειδητή και πετυχημένη μανούβρα χειραγώγησης του κοινού. Κατασκευάζει τα δικά του στοιχεία σε σχέση με αυτή, και με εργαλείο την δύναμη της άρτια δοσμένης αισθητικής τα θεμελιώνει σαν μια νέα πραγματικότητα. Την μεταλλάσσει οριστικά σύμφωνα με τα «θέλω» του. Μέσω της ταύτισης, την πιο δυναμική και χειραγωγική δύναμη της αφηγηματικής τέχνης, ταύτισης τόσο αριστοτεχνικά δοσμένης, (με όρους «αριστείας» ακριβώς, έννοια προβληματική ούτως ή άλλως λόγω της σημαντικής απουσίας της κριτικής στο τί ορίζουμε ως «άριστο» στις σημερινές συνθήκες), η ίδια η πραγματικότητα αλλάζει και εμείς την αποδεχόμαστε αλλαγμένη. Λόγω της τυφλής εμπιστοσύνης μας στο «αριστοτεχνικό», στο «ωραίο», στο «αφηγηματικά δυνατό». Λόγω της συνήθειας να αποδεχόμαστε άκριτα τους «σημαντικούς». Η γνώμη του εθνικιστή και τελικώς φασίστα τούτου κινηματογραφιστή μετατρέπεται λόγω της σχεδιασμένης χρήσης της κινηματογραφικής γλώσσας σε μια –αν και ανύπαρκτη- νέα αντικειμενική πραγματικότητα με ένα και μοναδικό αποτέλεσμα: γίνεται δυνατό η υιοθέτηση από το κοινό των πιο ακραίων, αντιδραστικών, χυδαίων και φασιστικών αντιλήψεων και κυρίως αντεστραμμένων. Σπρωχνόμαστε προοδευτικά στο πιο αλλοτριωμένο ρόλο: Αποστρεφόμαστε την ίδια μας την ιδιότητα και ύπαρξη ως άνθρωποι, σιχαινόμαστε τον λαό που είμαστε μέρους του καθώς υιοθετούμε, αποδεχόμαστε και τασσόμαστε αναμφίβολα με το μέρος των εχθρών της ανθρωπότητας, των ίδιων των εχθρών του εαυτού μας: τους ναζί.

Όλα είναι ύποπτα γιατί όλα είναι ύπουλα. Από τον τίτλο: Donbass. Ο ελληνικός τίτλος είναι ύποπτος και από γλωσσολογική σκοπιά: «Η δύναμη της αλήθειας», προσπαθώντας ίσως να φτάσει σε φήμη, δέος και κινηματογραφική σημασία το ναζιστικό «Θρίαμβο της θέλησης» της Riefenstahl. Donbass, λοιπόν. Μια λέξη που προσπαθεί να προλάβει, να καλύψει οριστικά τις μελλοντικές αναφορές σε αυτό το όνομα. Σε αυτόν τον γεωγραφικό προσδιορισμό. Προσπαθεί να εννοιολογήσει, να θεμελιώσει, να κατασκευάσει δηλαδή μια ιστορική πραγματικότητα για αυτόν τον τόπο σύμφωνα πάντα με του σκηνοθέτη τις φασιστικές –όπως και των ομοϊδεατών του- προθέσεις. Από τους υπέρτιτλους καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας: που δηλώνουν την ανατολική Ουκρανία ως κατεχόμενο έδαφος και την δυτική ως μη. Από το χρόνο που δίνει για να αστειευτεί λιγάκι –και να δώσει πλαστά διαπιστευτήρια «δημοκρατικότητας»- με την κεντρική κυβέρνηση και τον κυρίως χρόνο που δίνει χλευάζοντας, γελοιοποιώντας, εξευτελίζοντας και καθυβρίζοντας ένα λαό ολόκληρο. Από το χιούμορ του που φαινομενικά μοιάζει ευφυές και που τελικά φτάνει στο ακραίο κυνισμό και τον λαϊκισμό –στοιχεία της ηθικής του φασισμού-. Ως φασίστας άλλωστε πίσω από όλη του την οπτική κρύβει ένα ακραίο ελιτισμό: δεν αγαπάει τους ανθρώπους και δεν έχει κανένα συναίσθημα για αυτούς. Υπεροψία, μίσος και αδιαφορία μόνο. Θεωρεί τον λαό, όχλο. Θεωρεί τους ανθρώπους, τις γιαγιάδες και τους παππούδες, διανοητικά, ηθικά και πολιτικά καθυστερημένους. Οι άνθρωποι για αυτόν, λειτουργούν ενστικτωδώς με τους νόμους της ζούγκλας. Ανακαλύπτουν την καραμέλα «φασίστας» (κατά Λοζνίτσα είναι μια λέξη της μόδας…) για να δικαιολογήσουν την προδοτική αντιεθνική τους (σύμφωνα πάντα με τον Λοζνίτσα) δράση. Είναι όχλος που έχει απεμπολήσει την ανθρώπινη του υπόσταση: βασανίζουν, δολοφονούν, πλιατσικολογούν και το διασκεδάζουν. Εξυβρίζουν τα θεία και τους ιερούς θεσμούς και το χαίρονται. Έτσι χειρίζεται το χιούμορ του και έτσι κινηματογραφεί τους χαρακτήρες της ταινίας. Με την υπεροψία του ανώτερου. Ο Λοζνίτσα είναι ασφαλώς φασίστας, σε ένα alt right παγκόσμιο σκηνικό. Δικαιολογεί την ύπαρξη του νιώθοντας ασφάλεια και καλλιτεχνική υπεροχή έναντι της «πλέμπας»: στην σημερινή συγκυρία, απλά μπορεί.

Η ταινία του σε τέτοια πλαίσια είναι κινηματογράφος και δεν είναι ταυτόχρονα: γιατί είναι ό,τι πιο χυδαίο για τα μάτια, το συναίσθημα και την ηθική του κάθε θεατή που σέβεται τον εαυτό του και τους ζωντανούς ανθρώπους του πλανήτη. Εκμεταλλευόμενο ικανοποιητικότατα την «θεωρία των άκρων» που στόχο έχει προφανώς την μία πλευρά, το φιλμ αυτό είναι ευθεία επίθεση στην ιστορία, την ελευθερία, τη δημοκρατία και την τέχνη εν συνόλω. Ως εκ τούτου, το φιλμ αυτό είναι μειωτικό για την ανθρωπότητα.

Η στάση απέναντι στον κινηματογράφο οφείλει να είναι οξυμένα κριτική

Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους οφείλουμε όλοι να σταθούμε στο προκείμενο, στο ουσιώδες της όλης κουβέντας και να αρχίζουμε να κρινόμαστε σε σχέση με την στάση μας μπροστά σε αυτό. Ο κινηματογράφος δείχνει –με ακραία αφορμή αυτή την ταινία- πως μπορεί να αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο εργαλείο. Η δυνατότητα του να χειραγωγεί είναι τέτοιας κλίμακας που μπορεί να μεταλλάξει και να αλλοιώσει όλη την πραγματικότητα που οι άνθρωποι αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια. Όποιος αγαπάει ωστόσο την τέχνη -όσο και τον άνθρωπο ως φορέα προόδου- δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια του μπροστά σε τέτοια φαινόμενα: Άλλοτε ήταν ο ρατσιστής Griffith. Έπειτα η «προστατευόμενη» του Χίτλερ, η Riefenstahl.  Σήμερα παρόμοιο ρόλο παίζει ο Λοζνίτσα. Και τα φεστιβάλ που τον βράβευσαν έχουν σοβαρή ευθύνη ιστορικής βαρύτητας. Ο φασισμός σε κάθε του μορφή, ωστόσο, όπως και αν προμοταριστεί, όπως και οπουδήποτε και αν κρύβεται, αργά ή γρήγορα θα δείξει την αθλιότητα του και πάντοτε υπόδικος θα είναι. Φιλοσοφικά, αισθητικά και πρακτικά.

Ο σκηνοθέτης βρίσκεται σε μια ιδιόμορφη εντεταλμένη υπηρεσία από το κράτος του: δεν δέχεται απλά μια κατά παραγγελία δουλειά –να ξεπλύνει τον φασισμό- αλλά μοιάζει να λέει πως ως ακραία εθνικιστής μπορεί από μόνος μου να τα βγάλει εις πέρας και να τους ξεπλύνει. Αλλά το ξέπλυμα και η στήριξη του φασισμού είναι πέραν του προφανούς. Το κοινό πρωταρχικά όπως και η κριτική –αυτή το οφείλει από άποψη αρχής- θα πρέπει να πει ένα ηχηρό «όχι» στις προθέσεις του. Πως δεν θα γοητευτεί από το φασισμό που μας προάγει. Πουθενά δεν πιάνει ρίζες η πληρωμένη του διαφήμιση. Πόσο μάλλον εδώ. Το έδειξε η ιστορία άλλοτε, το δείχνει και ο λαός που καθυβρίζει τώρα –και έκοψε με αυτή του την χυδαιότητα οριστικά δεσμούς μαζί του-. Πρέπει επιπλέον να καταλάβει όπως και όσοι άλλοι του συρφετού του που θα προσπαθήσουν παρομοίως στο μέλλον. Αυτό που κάνει δεν αποτελεί τέχνη: Είναι τεχνική χειραγώγησης του ανθρώπινου νου, τεχνική εξύβρισης της ηθικής του, τεχνική αντιστροφής και αλλοίωσης της πραγματικότητας μας. Κι αν τα παραπάνω κερδίσουν, ακόμη κι αν μια τέτοια περίπτωση είναι πάντοτε ορατή και ένας τέτοιος κίνδυνος αισθητός, απαντούμε πως έχουμε προετοιμαστεί: δεν θα «βιώσουμε την ίδια μας την καταστροφή σαν αισθητική απόλαυση»[1],

[1] Αναφορά στο Walter Benjamin: Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας

 

Χρήστος Σκυλλάκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα "Το Περιοδικό

 

Smart Search Module