Μενού

ΓΕΦΥΡΕΣ ΤΟΥ ΜΑΝΤΙΣΟΝ, ΟΙ (Επαν.) - Θοδωρής Δημητρόπουλος

Σε επανέκδοση, ίσως η σημαντικότερη ταινία στην καριέρα του Κλιντ Ίστγουντ, εκείνη που τον θεμελίωσε ως έναν σπουδαίο ακαδημαϊκό σκηνοθέτη ικανό να μεγαλουργήσει –και– μακριά από τα είδη που καθόρισαν το ίματζ του, και τα οποία ανέτρεπε σε επίπεδο μοτίβου με αριστουργήματα σαν τους “Ασυγχώρητους”-- ή ακόμα και πρωταγωνιστώντας σε κάτι σαν τη “Γραμμή του Πυρός” του Βόλφγκανγκ Πίτερσεν.

Στις “Γέφυρες” μπορεί να μην υπάρχει παιχνίδι με την φιλμική Ιστορία, όμως μέσα από την τελειοποίηση του φορμαλιστικού ακαδημαϊσμού, ο Ίστγουντ καταφέρνει να ψυχαναλύσει και συντρίψει συναισθηματικά όχι απλά ένα είδος (του αισθηματικού δράματος) αλλά και μιας ολόκληρης εποχής. Διασκευή πετυχημένου μπεστ σέλερ που είχε μόλις κυκλοφορήσει πριν δυο χρόνια, η ταινία είχε εξαρχής ως πρωταγωνιστή τον Ίστγουντ, που όμως ποτέ δεν επρόκειτο να την γυρίσει κιόλας.

1569 2

Μετά από όμως από ένα διάστημα αποχωρήσεων, αρχικά του Στίβεν Σπίλμπεργκ που είχε κλειδώσει τα δικαιώματα, κι έπειτα του απείρως πιο συμβατικά μελιστάλαχτου Μπρους Μπέρεσφορντ του “Σοφέρ της Κυρίας Ντέιζι”, οι παραγωγοί ζήτησαν από τον Ίστγουντ να γυρίσει ο ίδιος την ταινία προκειμένου να μην αποσυντεθεί το πρότζεκτ. Σε αυτό λοιπόν το θεματικά απρόσμενο τερέν, ο Ίστγουντ ανακαλύπτει νέους τρόπους να εμβαθύνει στην αμερικανική ψυχοσύνθεση, καταφέρνοντας την ίδια στιγμή να αφηγηθεί ένα συγκλονιστικό σε όλα τα επίπεδα αισθηματικό δράμα δύο ώριμων ανθρώπων που ξεκλέβουν λίγα 24ωρα ελευθερίας.

Η οπτική του φιλμ ανήκει εξ ολοκλήρου στην Φραντσέσκα, μια ιταλίδα που παντρεύτηκε στρατιωτικό στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κι η οποία έζησε μια αναμενόμενα συμβατική ζωή σε μια μεταπολεμική Αμερική της ‘50s και ‘60s συντήρησης καθώς η πυρηνική οικογένεια θεμελιώνεται. Στο άνοιγμα του φιλμ η Φραντσέσκα έχει μόλις πεθάνει και τα παιδιά της διαβάζουν το γράμμα που τους άφησε, εξηγώντας τους την επιθυμία της για καύση της σωρού της, με τις στάχτες να θέλει να σκορπιστούν από μια γέφυρα της περιοχής. Τα παιδιά αντιδρούν ανήμπορα να καταλάβουν γιατί η παραδοσιακή μητέρα τους θα είχε μια τέτοια παράλογη τελευταία επιθυμία– το γράμμα τους εξηγεί τα πάντα, αποτελώντας τη δική μας εισαγωγή στην ιστορία της.

1569 3

Η Φραντσέσκα είναι μια απλή γυναίκα πίσω από το πράο προσωπείο της οποίας μπορείς να δεις όμως κάτι το ανήσυχο και το άσβεστο. Επιθυμία. Η Φραντσέσκα με το παρουσιαστικό και με την αύρα της Μέριλ Στριπ (μια επιλογή για την οποία πάλεψε ο Ίστγουντ κόντρα σε στούντιο και στον συγγραφέα του βιβλίου) μοιάζει έτοιμη να ξεχυθεί– κάθε στιγμή που δεν το κάνει, ξέρεις ότι είναι μια συνειδητή της επιλογή. Γνωρίζει τον Ρόμπερτ Κινκέιντ (Κλιντ Ίστγουντ), έναν φωτογράφο του National Geographic που βρίσκεται εκεί για ένα θέμα, να φωτογραφίσει τις ιστορικές γέφυρες της περιοχής. Με την οικογένειά της να λείπει για όλη την εβδομάδα, η Φραντσέσκα αποφασίζει να ξεναγήσει τον Ρόμπερτ αυτοπροσώπως και να εκκινήσει έτσι ένα θυελλώδες ρομάντσο βασισμένο σε τίποτα παραπάνω από μια ενστικτώδη έλξη, μια επιθυμία για απόδραση. Για κάτι παραπάνω μπορεί να βρίσκεται –και που σίγουρα βρίσκεται– εκεί έξω.

Αυτό που ακολουθεί είναι ένας σταδιακός σεισμός, με τον Ρόμπερτ να εκπροσωπεί όλα όσα η Φραντσέσκα ήξερε πως θα ήθελε σε μια άλλη ζωή, αλλά η ασφυκτική κοινωνική πραγματικότητα δε θα της επέτρεπε ποτέ να κυνηγήσει σε ετούτη. (Μια γειτόνισσα λοιδωρείται ανοιχτά από το σύνολο της κοινότητας επειδή τόλμησε να μην υπακούσει στα στάνταρ του δυτικού οικογενειακού συντηρητισμού.) Οι λίγες μέρες που έχουν μαζί θα μοιάζουν με δώρο αλλά και κατάρα, καθώς η συναισθηματική γιγάντωση που βιώνουν εντείνεται μπροστά στο φάσμα του απαγορευτικού που καταφθάνει. «Μου ζητάς να χωρέσω μια ζωή μέσα σε λίγες μέρες», όπως της λέει κι εκείνος.

1569 5

Μέσα από το σαρωτικό ρομάντζο που ο Ίστγουντ απεικονίζει με θαυμαστή αφηγηματική και στιλιστική απλότητα, με ψύχραιμα καδραρίσματα και καθαρές γραμμές, αναπτύσσεται παράλληλα κι ένας στοχασμός πάνω στις επιλογές, στα όνειρα, στις επιθυμίες. Ο Ρόμπερτ λέει πως «τα παλιά όνειρα δεν λειτούργησαν, αλλά χαίρομα που τα είχα», έχοντας πλέον προχωρήσει στη ζωή του. Η Φραντσέσκα όμως γνωρίζει με πολύ πιο επίπονο τρόπο πως «είμαστε οι επιλογές που έχουμε κάνει, Ρόμπερτ» μιας και παραμένει δέσμιά τους. Ναι, είναι επιλογή της να θυσιάζει τα όνειρα και τα συναισθήματά της για την ιδέα μιας Σωστής Οικογένειας, όμως υπάρχει κάτι τραγικά συστημικό στον τρόπο με τον οποίο οι ζωές τους κινούνται με τόσο διαφορετικούς τρόπους.

Το μοτίβο αυτό, των διαδρομών και των επιλογών, εξαπολύεται στην οθόνη από τον Ίστγουντ με όλο και πιο στιβαρά συναισθηματικούς τρόπους, με αποκορύφωμα το καθηλωτικό τελευταίο 20λεπτο. Σπαρακτικό σαν ‘50s μελόδραμα και αγωνιώδες σαν χιτσκοκικό τρενάκι σασπένς, αυτό το επιλογικό κεφάλαιο στηρίζεται πάνω στην ψευδαίσθηση της επιλογής και στην αποτελεσματικότητα των απλούστερων αφηγηματικών εργαλείων. Ένα χέρι σε ένα χερούλι, η βροχή ως καταρράκτης συναισθημάτων και επιθυμιών, μια διασταύρωση, ένα φανάρι που αναβοσβήνει, μια ζωή να κρέμεται σε μια στιγμή. (Αλλά όχι στα αλήθεια.)

1569 4

Οι πολλαπλές συναισθηματικές κορυφώσεις αυτού του επιλόγου: τα παιδιά που καταλαβαίνουν την αλήθεια, ο σύζυγος που… ίσως;... πάντα την ήξερε, το φόρεμα που δεν φορέθηκε, το «έδωσα τη ζωή μου σε αυτή την οικογένεια, επιθυμώ να δώσω στον Ρόμπερτ ό,τι απέμεινε από εμένα» (θεέ μου!), όλα συγκλίνουν και εν τέλει γιγαντώνουν αυτό που θα έμοιαζε με ασήμαντη υποσημείωση, κάνοντάς το μεγαλύτερο από την ίδια τη ζωή. Εν τέλει, δεν μπορείς να βάλεις όρια στο άπειρο, όσα κάγκελα κι αν ρίξεις τριγύρω για να το περιφράξεις.

Και κάπως έτσι, ο Ίστγουντ με τις πιο αδιόρατες, απλές μαεστρικές κινήσεις, πλάθει μια μετα-αφηγηματική ανάγνωση πάνω σε ένα είδος που δεν του ανήκει καν (όχι όπως τους ανήκε, τρόπος του λέγειν, το γουέστερν ή το αστυνομικό θρίλερ) κι αφού πρωτίστως έχει βάλει τα θεμέλια μιας εντυπωσιακά μεστής, κλασικής υφής, δραματικής αφήγησης. Είναι κάτι που δεν σταμάτησε να κάνει ποτέ στην υπόλοιπη καριέρα του, πάντα στην αιχμή ενός ακόμα εν εξελίξει αμερικάνικου σινεμά, και καθώς έφτασε να φλερτάρει και με τα όρια του μεταμοντερνισμού (βλέπε και “Αναχώρηση για Παρίσι 15:17”) διερευνώντας μέσα από το σινεμά του, πολιτικές και ιδέες που ποτέ δε θα τους έβαζε λόγια.

Αυτή είναι η δύναμη της τέχνης, και του σινεμά, και ενός σινεμά που κατέχει σε τέτοιο απόλυτο βαθμό τους κανόνες και τις τεχνικές μιας κλασικής αφήγησης, που κατορθώνει μέσα από μια τέτοια να διεμβολίσει τις αγκυλώσεις μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, να αντιστρέψει την συστολή του χρόνου και να χωρέσει μια ζωή μέσα σε λίγες μέρες. Για την ακρίβεια, μέσα σε δυο μόλις ώρες.

Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr

Smart Search Module